Του Abram Brown
To California Hotel είναι είναι το πρώτο ξενοδοχείο-καζίνο στο Λας Βέγκας της εισηγμένης Boyd Gaming, την οποία ίδρυσε ο Bill Boyd. Όπως όλα τα ξενοδοχεία-καζίνο του Boyd, το California εξυπηρετεί "συγκρατημένους" παίκτες, κυρίως ντόπιους και άτομα που ανήκουν στη μεσαία τάξη εκτός πόλης. "Η ατμόσφαιρα εδώ είναι διαφορετική" λέει ο Boyd. "Αν ήμουν στο Wynn στην κεντρική λεωφόρο του Λας Βέγκας”—ένα καζίνο πολυτελείας το οποίο ίδρυσε ο πρώην συνέταιρός του δισεκατομμυριούχους Steve Wynn—"θα ήμουν απασχολημένος με το να κοιτάζω δεξιά κι αριστερά”. Το Καλιφόρνια δεν είναι ένα μέρος στο οποίο έρχεται η Diana Ross να παίξει ή ένα μέρος όπου τρως μια μπριζόλα των 100 δολαρίων".
Όταν ο Boyd έβαλε την εταιρεία του στο χρηματιστήριο το 1993, ήταν ιδιοκτήτης έξι πολύ προσοδοφόρων καζίνο, που είχαν έσοδα πάνω 430 εκατ. δολάρια. Όλα τους ήταν οικονομικά μέρη για να παίξει κανείς. Τα επόμενα 15 χρόνια, η άνοδος της μετοχής έκανε τον Boyd δισεκατομμυριούχο, αλλά και πιο τολμηρό ώστε να "ρίξει το ζάρι" και να χτίσει πιο μεγάλα και ακριβά καζίνο: το Borgata στο Atlantic City το 2003 και το Echelon Place στην κεντρική λεωφόρο του Λας Βέγκας τρία χρόνια αργότερα.
Οι κινήσεις αυτές όμως είχαν πολύ κακό τάιμινγκ. Τόσο το Atlantic City όσο και το Λας Βέγκας ήταν πολύ κορεσμένες αγορές. Και τότε ήρθε η Μεγάλη Ύφεση. Σε 17 μήνες, η μετοχή της Boyd Gaming έχασε το 94% της αξίας της, υποχωρώντας στα περίπου 3 δολάρια τον Νοέμβριο του 2008.
Για να αποτρέψει τη χρεοκοπία, ο Boyd αναγκάστηκε να λάβει μια σειρά από ταπεινωτικές αποφάσεις. "Έβαλε στο ράφι" σχέδια για πολυτελή καζίνο. Και αφού οι ενέργειές του είχαν προκαλέσει χάος στην εταιρεία, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να δεχτεί κάποια συμβουλή για να βελτιωθεί η κατάσταση.
Έχοντας αυτό στο μυαλό του, έκανε τον πρόεδρο της εταιρείας Keith Smith διευθύνοντα σύμβουλο, δημιουργώντας έναν συνέταιρο για τον εαυτό του για πρώτη φορά από τον θάνατο του πατέρα του —του έτερου συνιδρυτή της Boyd Gaming— το 1993. "Στο ξεκίνημά μας, ο πατέρας μου κι εγώ αναλαμβάναμε ρίσκα και τότε αυτό ήταν κάτι που χρειαζόταν. "Δεν το χρειαζόμασταν όμως πια. Αντίθετα, χρειαζόμασταν κάποιον που ήταν πιο συντηρητικός από εμένα”.
"Η μεγαλύτερη αλλαγή για την εταιρεία την τελευταία δεκαετία είναι ότι έχουν γίνει κάπως πιο πειθαρχημένοι. Δεν θέλω να πω ότι δεν έχουν διάθεση για ανάληψη ρίσκου, αλλά ότι αναλαμβάνουν το ρίσκο με κάπως πιο κατάλληλο τρόπο" σχολιάζει ο David Katz, αναλυτής στην επενδυτική τράπεζα Jefferies.
Από τον Νοέμβριο του 2008, η μετοχή της Boyd Gaming αυξήθηκε πάνω από 700%. Ο ίδιος ο Boyd είναι σχεδόν δισεκατομμυριούχους ξανά (η περιουσία του υπολογίζεται σε πάνω από 700 εκατ. δολάρια) και η εταιρεία του από τις απώλειες 223 εκατ. δολ. το 2008 "γύρισε" σε σχεδόν 200 εκατ. δολ. κέρδη τον περασμένο χρόνο. Τα έσοδα διαμορφώθηκαν στα 2,4 δισ. δολ. "Όταν χτύπησε η Μεγάλη Ύφεση, ήταν πολύ δύσκολα" λέει ο Smith. "Πήραμε πολύ σκληρές αποφάσεις να τερματίσουμε πρότζεκτ, να βελτιώσουμε την επιχείρησή μας και να βρούμε τον δρόμο μας".
Ο Boyd μετακόμισε στο Λας Vegas όταν ήταν στο δημοτικό. "Καθώς μεγάλωνα, η μητέρα μου και ο πατέρας μου μου έλεγαν να σπουδάσω". Αφότου υπηρέτησε στην Κορέα, πήρε πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο της Γιούτας και δούλεψε ως δικηγόρος αρκετές δεκαετίες. Μέχρι τότε, ο πατέρας του, Σαμ, είχε καθιερωθεί ως μάνατζερ καζίνο. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, έδωσαν τα χρήματά τους για να αγοράσουν ένα κομμάτι γης στη Fremont Street και στη συνέχεια έχτισαν και άνοιξαν το ξενοδοχείο-καζίνο California εκεί. Συνολικά, πιθανότατα τους κόστισε 11 εκατομμύρια δολάρια (πάνω από 50 εκατ. δολ. με τα σημερινά δεδομένα), με τη χρηματοδότηση να προέρχεται από τους ίδιους τους Boyds, επενδυτές (πολλοί εκ των οποίων εργαζόμενοι στο California) και από δάνειο της Bank of Las Vegas. Το 1979 άνοιξαν το Sam’s Town, μακριά από το κέντρο της πόλης και σχεδίαζαν να προσελκύσουν τους παίκτες που έρχονταν ή έφευγαν από την πόλη. Το Stardust, ένα πολύ παλιό ξενοδοχείο-καζίνο που ήταν κόσμημα για την κεντρική λεωφόρο του Λας Βέγκας και ενέπνευσε το Καζίνο του Σκορτζέζε αγοράστηκε έναντι 115 εκατ. δολαρίων (280 εκατ. δολ. με τα σημερινά δεδομένα) το 1985.
Ο θάνατος του πατέρα του, άφησε τον Boyd μόνο του στο τιμόνι της εταιρείας και την οδήγησε σε μια διαφορετική κατεύθυνση: Στο Atlantic City, που ήταν ήδη κορεσμένο. Ο αριθμός των καζίνο εκεί είχαν αυξηθεί από το μηδέν το 1976, όταν το τζογάρισμα έγινε νόμιμο, σε δεκάδες 20 χρόνια αργότερα. Και προτού ο νόμιμος τζόγος να εξαπλωθεί στην ανατολική Ακτή, τα έσοδα από τον τζόγο στα καζίνο του Atlantic City πλησίαζαν τα 4 δισ. δολ.
Το Atlantic City τράβηξε τον Boyd με τη μορφή ενός τηλεφωνήματος το 1997 από τον Steve Wynn. Οι δύο είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους μια δεκαετία νωρίτερα για άλλο λόγο. Τώρα ο Wynn πρότεινε τη συνεργασία τους 50-50 για έναν νέο καζίνο που ήθελε να φτιάξει στο Νιου Τζέρσεϊ. Το Borgata των 2.000 δωματίων θα κόστιζε τελικά 1,1 δισ. δολ. Ήταν καλό, αλλά παρ’ όλα αυτά, ήταν άλλο ένα καζίνο σε μια κορεσμένη αγορά.
Πίσω στο Λας Βέγκας ο Boyd είχε στο μυαλό του κάτι ακόμη μεγαλύτερο από το Borgata, ενώ ετοίμαζε σχέδια για να αναπτύξει ξανά το Stardust, χτίζοντας στη θέση του το Echelon Place. Όπως το Borgata, το Echelon ήταν αντιμέτωπο με πολλούς ανταγωνιστές. Τελικά, μέχρι τη στιγμή που η Boyd Gaming σταμάτησε την κατασκευή του το 2008, είχε ήδη ξοδέψει 1 δισ. δολ. Εκτιμάται ότι αν ολοκληρωνόταν το κόστος θα ήταν τουλάχιστον πενταπλάσιο.
Ο Boyd και ο Smith νόμιζαν ότι οι εργασίες για το Echelon θα ξανάρχιζαν μέσα σε έναν χρόνο. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Το 2013, η εταιρεία καζίνο με έδρα τη Μαλαισία Genting Group αγόρασε την έκταση του Echelon property έναντι 350 εκατ. δολ. "Ήταν πολύ απογοητευτικό. Όσο δεν θέλαμε να σταματήσουμε την κατασκευή, όσο δεν θέλαμε να το πουλήσουμε, άλλο τόσο ξέραμε ότι έπρεπε να το κάνουμε για να επιβιώσουμε" λέει ο Boyd.
Και στο Atlantic City τα πράγματα ήταν δύσκολα. Έως το 2013, πάνω από 12 Πολιτείες εκτός τη Νεβάδα και το Νιου Τζέρσεϊ διέθεταν καζίνο, ενώ τα συνολικά έσοδα από τον τζόγο στο Atlantic City είχαν πέσει από το ιστορικό υψηλό των 5,2 δισ. δολ. το 2006 σε λιγότερο από 3 δισ. δολ. Έτσι, τα έσοδα του Borgata από το 2006 υποχώρησαν κατά περίπου ένα τρίτο, στα περίπου 700 εκατ. Ο Boyd και ο Smith αποφάσισαν να αποχωρήσουν, πουλώντας το μερίδιο 50% στην MGM Resorts έναντι 900 εκατ. δολ. το 2016.
Καθώς τελείωσαν τα σχέδια για ξενοδοχεία πολυτελείας, ο Boyd επέστρεψε σε αυτό που η εταιρεία ήταν επιτυχημένη στο ξεκίνημά της: φθηνά καζίνο που εξυπηρετούσαν παίκτες με μικρά πονταρίσματα. Αντί να ασχοληθεί με την επέκτασή του στο Λας Βέγκας, ο Boyd κοίταξε όλη την Αμερική. Η κατασκευή νέων καζίνο θα απαιτούσε ένα επίπεδο ρίσκου που πλέον δεν ήθελε να αναλάβει. Αντίθετα, είχε στο πλευρό του τον Smith που υποστήριζε ότι ήταν καλύτερο να επεκταθεί κανείς μέσω εξαγορών.
Τα τελευταία έξι χρόνια, η Boyd Gaming έχει αγοράσει 13 καζίνο, ξοδεύοντας 2,9 δισ. δολ. Για να γίνουν αυτές οι εξαγορές, ο Smith έβαλε στο στόχαστρό του καζίνο με EBITDA μεταξύ 10 και 15 εκατ. δολαρίων και τελικά κινήθηκε προς αυτά που ήταν πιο κοντά στα 20 εκατ. δολάρια, εστιάζοντας σε μέρη που ήταν κυρίαρχα στην περιοχή τους.
Τώρα, η μικρή αυτοκρατορία τζόγου εξαπλώνεται από την Πενσυλβάνια (Valley Forge Casino Resort) στο Ιλινόις (Par-a-Dice) και στη Λουιζιάνα (Sam’s Town Shreveport). Τον Οκτώβριο η Boyd Gaming ολοκλήρωσε το τελευταίο της ντιλ, μια αγορά 575 εκατ. δολ. τεσσάρων καζίνο στο Μιζούρι, την Ιντιάνα και το Οχάιο από την Pinnacle Entertainment.
Η Wall Street είναι αισιόδοξη για την Boyd Gaming. Η πλειονότητα των αναλυτών προτείνουν την αγορά της μετοχής της. Παρατηρητές βλέπουν τα καζίνο σε αγροτικές περιοχές ως λιγότερο επιρρεπή σε μεγάλες αλλαγές στις καταναλωτικές δαπάνες. Το Λας Βέγκας από την άλλη αποδείχθηκε ευάλωτο στην ύφεση του 2008 -η οικονομία εκεί "βυθίστηκε" για τρία συνεχόμενα χρόνια, έναν χρόνο περισσότερο απ’ ό,τι ολόκληρη η χώρα.
Παρά την ηλικία του, η ζωή του Boyd παραμένει σχεδόν ίδια. Ακόμα οδηγεί μια Mercedes που γράφει ECHELON στις πινακίδες της. "Πάντα ρωτάω, μπαμπά, γιατί δεν το βγάζεις αυτό;" λέει η κόρη του Marianne. "Εκείνος απαντάει: Απλώς μου θυμίζει ότι δεν πάνε πάντα όλα καλά". Ο Boyd ποτέ δεν έχει πουλήσει μετοχή της Boyd Gaming από τότε που η εταιρεία εισήχθη στο χρηματιστήριο και ζούσε στο ίδιο σπίτι για 40 χρόνια προτού να μετακομίσει προσφάτως πιο κοντά στα γραφεία της Boyd Gaming’s. "Έχω φίλους που ρωτούν: Αυτός είναι ο παππούς σου;" λέει ο 31 ετών εγγονός του Sam Boyd Jr., υπεύθυνος HR στην εταιρεία. "Περιμένουν κάτι εξαιρετικά περίπλοκο, όπως σωματοφύλακες".
Σε υψηλότερα κλιμάκια στην εταιρεία υπάρχουν άλλοι δύο Boyds, η Marianne και ο αδερφός της Willie. Και οι δύο είναι στο διοικητικό συμβούλιο με τον πατέρα τους. Αυτοί οι τρεις Boyds ελέγχουν ένα μεγάλο μέρος της Boyd Gaming, περίπου 26% της εταιρείας.
"Νομίζω πως θα βοηθούσε πάρα πολύ την εταιρεία αν είχαμε περιουσία στην κεντρική λεωφόρο του Λας Βέγκας" λέει η Marianne. Το ίδιο λέει και ο αδερφός της. Όμως, σαν να θυμάται ξαφνικά την ιστορία του πατέρα της, προσθέτει: "Αν η τιμή είναι σωστή”.