Σε θετικό έδαφος κινούνται και οι τρεις δείκτες της αμερικανικής αγοράς μετά τις ανακοινώσεις της κεντρικής τράπεζας για τα επιτόκια, με την υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου να βοηθά στην τόνωση της επενδυτικής διάθεσης.
Ειδικότερα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones κινείται με κέρδη 0,6% ή 205 μονάδων και βρίσκεται στις 34.677 μονάδες, ο διευρυμένος S&P 500 σημειώνει άνοδο 0,2% στις 4.452 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικά σταθμισμένος Nasdaq παραμένει πέριξ του αμετάβλητου στις 13.679 μονάδες.
Οι τιμές του πετρελαίου, που χτες ξεπέρασαν και τα 95 δολάρια το βαρέλι (Brent), σήμερα κινούνται πτωτικά (93,7 δολ. με - 0,7%) κατευνάζοντας σε κάποιο βαθμό τις ανησυχίες για νέο σπιράλ πληθωριστικών πιέσεων στις οικονομίες λόγω εκτίναξης του κόστους της ενέργειας.
Παράλληλα, το 10ετές ΗΠΑ βλέπει επίσης την απόδοσή του να υποχωρεί σήμερα αφότου χτες βρέθηκε στο υψηλότερο επίπεδό της από το 2007, αφήνοντας επίσης μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων στις μετοχές.
Κατά τα άλλα, στην είδηση της ημέρας, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αποφάσισε να διατηρήσει τα επιτόκιά της αμετάβλητα, στο ήδη υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 22 ετών, όπως αναμενόταν ευρέως από τις διεθνείς αγορές.
Ωστόσο, η μέση πρόβλεψη των αξιωματούχων της τράπεζας αναμένει ακόμα μία αύξηση εντός του 2023, αλλά και κλείσιμο του 2024 με το κόστος δανεισμού χαμηλότερα στο 5,1%.
Συγκεκριμένα, οι αναθεωρημένες προβλέψεις των αξιωματούχων της Fed (dot plot) δείχνουν ακόμα μία αύξηση των επιτοκίων φέτος και ακολούθως δύο μειώσεις επιτοκίων το επόμενο έτος, αντί των τεσσάρων μειώσεων που είχαν υποδείξει οι προβλέψεις τους τον Ιούνιο.
Σχετικά με την επιπλέον αύξηση των επιτοκίων, 12 αξιωματούχοι τη σημειώνουν στις προβλέψεις τους, έναντι 7 που αντιτίθενται (από τους 6 που ήταν αντίθετοι τον Ιούνιο).
Κατά τα άλλα, οι αξιωματούχοι της Fed βλέπουν πλέον τον δείκτη προσωπικών δαπανών (PCE - το προτιμώμενο μέτρο της τράπεζας για τον πληθωρισμό) στο 3,3% στο τέλος του 2023, ελαφρώς υψηλότερα από την εκτίμηση του Ιουνίου για 3,2%, ενώ στη συνέχεια αναμένουν ότι θα υποχωρήσει στο 2,5% μέχρι το τέλος του 2024, όπως εκτιμούσαν και τον Ιούνιο.