Της Ελευθερίας Κούρταλη
Το 2023 αποτέλεσε το έτος της κορύφωσης των επιτοκίων και της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, ενώ το 2024 έχει πλέον ενσωματωμένη την προσδοκία μείωσης του κόστους δανεισμού από το δεύτερο εξάμηνο, παρακολουθώντας τις μειώσεις στο μέτωπο του πληθωρισμού. Η αποκλιμάκωση των ενεργειακών τιμών βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση και έχει βελτιώσει την επενδυτική ορατότητα, ενώ και η κερδοφορία των εταιρειών παρουσίασε για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερα τρίμηνα θετικό ρυθμό αύξησης, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές. Παράλληλα, μια άλλη αβεβαιότητα η οποία θα έρθει σιγά-σιγά στο προσκήνιο είναι οι εκλογές που θα διεξαχθούν σε ευαίσθητες γεωγραφικές ζώνες αλλά και σημαντικές οικονομίες (Ευρώπη, ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία κ.λπ.), οι οποίες είναι πιθανόν να προκαλέσουν ανατροπές των υφιστάμενων ισορροπιών. Σημειώνεται ότι πάνω από 40 χώρες πάνε σε εκλογές το 2024, αριθμός-ρεκόρ, οι οποίες και αντιπροσωπεύουν το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού και μεγάλο μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Συνεπώς, όσον αφορά την παγκόσμια επενδυτική σκηνή, όλα θα κριθούν από τη σταθεροποίηση (ή όχι) του πληθωρισμού, από την πορεία των επιτοκίων, τις πολιτικές εξελίξεις σε κύριες αγορές και, βέβαια, από την αποκλιμάκωση των εν εξελίξει γεωστρατηγικών κρίσεων.
Σε γενικές γραμμές, οι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι εμφανίζονται προσεκτικά θετικοί για την πορεία των αγορών φέτος, χάρη, μεταξύ άλλων, στη "στροφή" της νομισματικής πολιτικής, καθώς και στη βελτίωση της κερδοφορίας των εισηγμένων. Ωστόσο υπάρχουν και κάποιοι που συστήνουν επιφυλακτικότητα, τονίζοντας πως ακόμη δεν έχει γίνει αισθητός στην οικονομία και τις αγορές ο πλήρης αντίκτυπος της κορύφωσης των επιτοκίων.
Citigroup
Η Citigroup εκτιμά ότι ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 θα σκαρφαλώσει σε επίπεδα-ρεκόρ φέτος, καθώς η κορύφωση των επιτοκίων και τα καλύτερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα κερδοφορίας των εταιρειών θα στηρίξουν τις μετοχές. Το discount των ευρωπαϊκών μετοχών έναντι των μετοχών των ΗΠΑ είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια 30 χρόνια και είναι πλέον υπερβολικό. Η αμερικανική τράπεζα επισημαίνει πως οι ευρωπαϊκές μετοχές κινούνται συνήθως υψηλότερα στους 12 μήνες μετά το ξεκίνημα των κύκλων χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής και του τέλους των μειώσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ και της Fed, ενώ συστήνει στους επενδυτές να μην κυνηγήσουν τα ράλι το 2024 και να αγοράσουν στις "βουτιές" της αγοράς.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η Citi, έπειτα από συνεχείς υποβαθμίσεις το τελευταίο 12μηνο, τα ευρωπαϊκά κέρδη ανά μετοχή (EPS) αναμένεται να δουν μια μικρή συρρίκνωση το 2023. Η σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας κρύβει κλαδικές διαφορές, καθώς οι περισσότεροι τομείς έχουν ήδη δει τα EPS να συρρικνώνονται. Για το 2024 βλέπει ανάπτυξη των EPS στην Ευρώπη κατά 3%, τη στιγμή που η αγορά τιμολογεί μια πιο απαισιόδοξη πορεία της κερδοφορίας, με περίπου 5% συρρίκνωση του EPS. Δεδομένων των απότομων κινήσεων στις αγορές επιτοκίων (π.χ. τιμολόγηση πιο επιθετικών μειώσεων επιτοκίων), η καταγραφή κερδών για τις εισηγμένες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη το 2024.
Σε ό,τι αφορά την πορεία των μετοχών, η Citi προβλέπει ότι ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 θα φτάσει στο ιστορικό υψηλό των 510 μονάδων και ο βρετανικός FTSE 100 στις 8.200 μονάδες το επόμενο 12μηνο, υποδηλώνοντας άνοδο κατά 10% και στους δύο δείκτες.
Όπως σημειώνει η αμερικανική τράπεζα, οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν καταγράψει μείωση κατά 30% στις αποτιμήσεις τους από τα τέλη του 2021 και σήμερα διαπραγματεύονται κοντά στο μεγαλύτερο discount σε όρους P/E έναντι των μετοχών των ΗΠΑ τα τελευταία 30 χρόνια, το οποίο διαμορφώνεται στο 30%, έναντι 15%, που είναι ο ιστορικός μέσος όρος. Ένα discount έναντι των ΗΠΑ είναι λογικό, όπως τονίζει, λόγω των διαφορετικών βαρών των κλάδων στις δύο αγορές, ωστόσο το σημερινό είναι υπερβολικό πλέον.
Για το επόμενο διάστημα η Citi εξακολουθεί να πιστεύει ότι η μακροοικονομική ισορροπία των κινδύνων γέρνει προς μια πιο ευνοϊκή κατεύθυνση. Ωστόσο αναγνωρίζει ότι η αστάθεια της αγοράς μετοχών τείνει να αυξάνεται στους κύκλους μείωσης των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών και τα μακροοικονομικά δεδομένα θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να εκπλήσσουν προς αρνητική κατεύθυνση.
Πάντως, οι αγαπημένοι της κυκλικοί κλάδοι εξακολουθούν να περιλαμβάνουν την Πληροφορική και τις Πρώτες Ύλες. Ωστόσο αναβαθμίζει τις Υγειονομικές Υπηρεσίες σε overweight, αντικαθιστώντας τη Βιομηχανία, καθώς αναγνωρίζει ότι η μεταβλητότητα της αγοράς μετοχών τείνει να αυξάνεται όταν αρχίζει η χαλάρωση της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών. Επίσης, υποβαθμίζει την Αυτοκινητοβιομηχανία σε underweight, καθώς η δυναμική των θεμελιωδών μεγεθών επιδεινώνεται και παραμένει πιο προσεκτική στους κλάδους των Καταναλωτικών Προϊόντων και των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας.
Goldman Sachs
Ουδέτερη στάση γενικότερα για τα assets τηρεί η Goldman Sachs για φέτος και επικεντρώνεται στη διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου της, αναμένοντας μέτριες αποδόσεις. Στόχος της, όπως επισημαίνει, είναι να είναι ξανά πλήρως επενδεδυμένη στις αγορές, έπειτα από δύο χρόνια όπου ήταν overweight στα μετρητά.
Το 2023 αποδείχθηκε καλύτερο έτος για τις αποδόσεις σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία μετά την "bear market στα πάντα" του 2022, λόγω του de-rating των αποτιμήσεων, καθώς οι πραγματικές αποδόσεις των ΗΠΑ αυξήθηκαν απότομα, όπως σημειώνει η Goldman. Ενώ υπήρξαν αναταραχές στο πρώτο τρίμηνο, λόγω της κρίσης των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ, καθώς και στο τρίτο τρίμηνο ‒από το sell-off στα μακροπρόθεσμα ομόλογα‒, οι μετοχές στις ανεπτυγμένες αγορές παρουσίασαν μέτριες θετικές αποδόσεις.
Το 2024 οι επενδυτές θα πρέπει να αναζητήσουν ευκαιρίες να επενδύσουν τις θέσεις που είχαν σε μετρητά και είναι πιθανό να τις βρουν τόσο σε μετοχές όσο και σε ομόλογα, όπως τονίζει η Goldman Sachs.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις μετοχές, η Goldman Sachs τηρεί ουδέτερη στάση, αναμένοντας μέτριες αποδόσεις, λόγω της αύξησης της κερδοφορίας των εταιρειών και της μερισματικής απόδοσης, αλλά περιορισμένη επέκταση των αποτιμήσεων. Αναμένει ότι οι μετοχές θα παραμείνουν στο εύρος "fat and flat" στο οποίο βρίσκονται από το 2022.
Παρόλο που οι απόλυτες αποτιμήσεις των μετοχών, τουλάχιστον εξαιρουμένης της τεχνολογίας των ΗΠΑ, δεν είναι υψηλές, τα ασφάλιστρα κινδύνου μετοχών είναι χαμηλά. Με αυξημένα περιθώρια κέρδους, προβλέπει μονοψήφια ανάπτυξη σε όλες τις περιοχές εκτός της Ασίας, όπου τα κέρδη των εταιρειών ανακάμπτουν από χαμηλή βάση. Το θετικό είναι ότι οι εταιρείες αγοράζουν εκ νέου μετοχές και οι εταιρικοί ισολογισμοί παραμένουν ισχυροί.
Έτσι, σε ορίζοντα τριμήνου η Goldman είναι overweight στην Ασία, τόσο στην Κίνα όσο και την Ιαπωνία, λόγω διαφορετικής θέσης οικονομικού κύκλου, ενώ σε ορίζοντα 12μήνου η αγαπημένη της περιοχή είναι η Ιαπωνία, που υποστηρίζεται από τον εγχώριο πληθωρισμό και τη δυναμική των μεταρρυθμίσεων στον μέτωπο της διακυβέρνησης.
JP Morgan
Εξετάζοντας τις προοπτικές των μετοχών για το 2024, η J.P. Morgan βλέπει τρεις παράγοντες που θα καθορίσουν την πορεία τους: η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με φέτος, η κορύφωση των αποδόσεων των ομολόγων και η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των εισηγμένων.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει, οι οικονομολόγοι της προβλέπουν αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για φέτος σχεδόν σε όλες τις βασικές οικονομίες, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό από αυτόν που συνέβη το 2023. Είναι σημαντικό ότι για τρία συνεχόμενα τρίμηνα το 2024 η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ προβλέπεται να είναι μεταξύ 0% και 1%. Αυτή η ταχύτητα επιβράδυνσης δεν αφήνει κανένα περιθώριο λάθους. Αν και η ύφεση δεν είναι το βασικό σενάριο της JP Morgan, δεν χρειάζονται πολλά, όπως επισημαίνει, για να ανατραπεί η οικονομική δραστηριότητα και να "γυρίσει" σε συρρίκνωση.
Σε ό,τι αφορά την κερδοφορία των εισηγμένων, η J.P. Morgan επισημαίνει ότι οι προβλέψεις για τα κέρδη για το 2024 πρόκειται να κινηθούν προς τα κάτω. Πιστεύει ότι η ισχύς των τιμών μειώνεται, τα περιθώρια κέρδους κινδυνεύουν και η επιβράδυνση της ανάπτυξης του κύκλου εργασιών αναμένεται να συνεχιστεί.
Η αμερικανική τράπεζα τηρεί underweight στάση για τις μετοχές της Ευρωζώνης το 2024, είναι ουδέτερη για τις ΗΠΑ και τις αναδυόμενες αγορές και "οverweight" στις αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιαπωνίας.
Ειδικότερα για την Ευρωζώνη αναφέρει ότι η αγορά φαίνεται φθηνή, ωστόσο είναι ένα κυκλικό trade και μάλλον θα δυσκολευτεί να υπεραποδώσει σε περίπτωση υποβάθμισης των EPS. H JPM πήρε τα κέρδη της από την Ευρωζώνη στις αρχές Μαΐου, έπειτα από το ράλι άνω του 30%, μεταφέροντάς τη σε underweight και αποτιμώντας την ανατροπή στους δείκτες PMI.
Σε ό,τι αφορά τους κλάδους, είναι bullish για την ενέργεια, τα ακίνητα, τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, τα βασικά καταναλωτικά αγαθά, τις τηλεπικοινωνίες και την υγειονομική περίθαλψη. Για την τεχνολογία είναι ουδέτερη, όπως και για τα ορυκτά και τις ασφάλειες, ενώ είναι bearish στις κυκλικές μετοχές, την αυτοκινητοβιομηχανία, το λιανικό εμπόριο, τα χημικά και τις αεροπορικές εταιρείες. Πρόσφατα άνοιξε underweight θέσεις στις τράπεζες, τα ξενοδοχεία, τα τρόφιμα και τους ημιαγωγούς.
Από τις τράπεζες επισημαίνει πως είναι ιδιαίτερα αρνητική για αυτές της Ευρώπης. Το πλεονέκτημα των υψηλότερων επιτοκίων είναι πλέον πίσω μας και τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα (NII) των τραπεζών είναι πιθανό να κορυφωθούν, καθώς τα beta των καταθέσεων αυξάνονται, η καμπύλη Euribor πέφτει και ο κίνδυνος από νέους τραπεζικούς φόρους αυξάνεται, όπως τονίζει.
Société Générale
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Société Générale, οι ευρωπαϊκές μετοχές θα σημειώσουν διόρθωση στο πρώτο μισό του 2024, λόγω και της εκτίμησής της για ήπια ύφεση στις ΗΠΑ, υποτονική ανάπτυξη στην Ευρώπη, ευρύτερα κρατικά και πιστωτικά spreads και υποβαθμίσεις της κερδοφορίας των εισηγμένων. Ωστόσο η πτώση θα πρέπει να είναι περιορισμένη (περίπου 10%): Οι κεντρικές τράπεζες έχουν χώρο να δράσουν και πιθανότατα θα το κάνουν, η συντηρητική πολιτική εταιρειών θα πρέπει να περιορίσει την ανάγκη για αυξήσεις κεφαλαίου και περικοπές μερισμάτων και η ήδη πολύ αδύναμη διεθνής επενδυτική θέση στις ευρωπαϊκές μετοχές θα περιορίσει τις εκροές. Σύμφωνα με την πρόβλεψή της, ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 θα ολοκληρώσει το 2024 στις 450 μονάδες, σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα από το 2023.
Η γαλλική τράπεζα συστήνει άμυνα το 2024. "Ξεκινήσαμε το 2023 με μια προ-κυκλική τοποθέτηση, καθώς η αγορά τιμολογούσε οικονομική επιβράδυνση και δεν συμφωνούσαμε με αυτή την πρόβλεψη", όπως τονίζει. Κατά τη διάρκεια του 2023 ρευστοποίησε τα κέρδη της σε κυκλικούς τομείς για να εξισορροπήσει σταδιακά την κατανομή της. Για φέτος υιοθετεί μια πιο αμυντική στάση, καθώς η ανάλυσή της δείχνει ότι οι ευρωπαϊκοί κυκλικοί/αμυντικοί κλάδοι τιμολογούν περαιτέρω οικονομική επέκταση. Αναβαθμίζει, ωστόσο, τους κλάδους των βασικών καταναλωτικών αγαθών και του real estate σε overweight, υποβαθμίζει τους κλάδους των ημιαγωγών και των υλικών κατασκευής σε underweight και τα αυτοκίνητα σε ουδέτερη στάση.
Παράλληλα, η SocGen τηρεί overweight στάση για το 2024 σε τράπεζες, υγειονομική περίθαλψη, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και ενέργεια, ενώ είναι ουδέτερη στην πληροφορική. Underweight θέσεις συστήνει σε βιομηχανία, καταναλωτικά αγαθά πολυτελείας και υπηρεσίες επικοινωνίας.
Όπως τονίζει, επικεντρώνεται στα εξής επενδυτικά θέματα το 2024: στην ενίσχυση των θέσεών της σε εταιρείες πράσινης ανάπτυξης, οι οποίες και "χτυπήθηκαν" το 2023 λόγω της ενεργειακής μετάβασης, στην αντιστάθμιση έναντι του κινδύνου στην Ιταλία, καθώς αναμένει σημαντική διεύρυνση του ιταλικού spread ‒γεγονός που θα ασκήσει πίεση στις αποτιμήσεις των ιταλικών μετοχών‒, στην έξοδο από τα ευρωπαϊκά small caps, λόγω της νομισματικής πολιτικής που υιοθετεί η ΕΚΤ μειώνοντας τη ρευστότητα στις αγορές, και στην εύρεση καταφυγίου σε μετοχές ευρωπαϊκών εταιρειών με καλούς ισολογισμούς και ισχυρές θέσεις ταμειακών ροών.
Deutsche Bank
Αισιόδοξη για την πορεία των μετοχών το 2024, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, εμφανίζεται η Deutsche Bank, τονίζοντας πως οι αποτιμήσεις είναι ακόμη πολύ χαμηλές. Ακόμα και σε περίπτωση ήπιας ύφεσης, προβλέπει ράλι άνω του 12% στην ευρωπαϊκή αγορά και 11%-20% στην αμερικανική. Όπως μάλιστα επισημαίνει, οι αποτιμήσεις των ευρωπαϊκών μετοχών είναι στα επίπεδα που βρίσκονταν στα βάθη της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η τροχιά της μακροοικονομικής επιβράδυνσης έχει κρατήσει χαμηλά τον πήχη για εκπλήξεις στο μέτωπο της ανάπτυξης, σημειώνει η Deutsche Bank. Και παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη κινείται πάνω από την τάση, ο δομικός πληθωρισμός έχει υποχωρήσει
Παράλληλα, η κερδοφορία των εταιρειών αυξάνεται σταθερά, αν και οι αντιλήψεις της αγοράς παραμένουν υποτονικές. Τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) του S&P 500 υποχώρησαν το δεύτερο εξάμηνο του 2022, άγγιξαν τα χαμηλά στο δ' τρίμηνο του προηγούμενου έτους και στη συνέχεια αναπτύχθηκαν έντονα το 2023, για να φτάσουν σε νέο ιστορικό υψηλό έως το τρίτο τρίμηνο.
Η Deutsche Bank, επιπλέον, δεν νομίζει ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών σε ΗΠΑ και Ευρώπη είναι υψηλές. Εάν ο πληθωρισμός επιστρέψει στο 2%, όπως προβλέπουν οι οικονομολόγοι της, και αυτό τιμολογηθεί σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, η εύλογη αξία για τις μετοχές (P/Ε) είναι στο 18x, με εύρος 16x-20x, στο οποίο βρίσκονταν τα τελευταία δύο χρόνια. Εάν η αύξηση των κερδών συνεχίσει να ανακάμπτει, όπως και προβλέπει η ίδια, οι αποτιμήσεις θα παραμείνουν καλά υποστηριζόμενες γύρω από την κορυφή του εύρους αυτού.
Σε ό,τι αφορά τον στόχο για τα τέλη του 2024 για τον δείκτη S&P 500, κατά την Deutsche Bank τοποθετείται στις 5.100 μονάδες. Η γερμανική τράπεζα βλέπει παρόμοιες αποδόσεις στην Ευρώπη με αυτές των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 2024 και, έτσι, τηρεί στάση overweight. Ο στόχος για τα τέλη του 2024 στον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 500 τοποθετείται στις 510 μονάδες, σύμφωνα με το βασικό σενάριο.
Επίσης, σε ό,τι αφορά τη στρατηγική του 2024, η D.B. είναι underweight στις μετοχές της Ιαπωνίας, ενώ τηρεί ουδέτερη στάση για τις αναδυόμενες αγορές. Γενικά, όπως τονίζει, σε περίπτωση επιβράδυνσης της οικονομίας ή ύφεσης, αναμένει ένα ήπιο και σύντομο sell-off μόνο.
Bank of America
Απόλυτα απαισιόδοξη για την πορεία των ευρωπαϊκών αγορών το 2024, ειδικά στο πρώτο μισό του έτους, δηλώνει από την πλευρά της η Bank of America, έπειτα από το ράλι που κατέγραψαν το 2023. Τα στοιχεία που στήριξαν την οικονομία το 2023 δεν θα υπάρχουν πια. Επιπλέον, παρά το ότι οι αγορές τιμολογούν την εκκίνηση του κύκλου μείωσης των επιτοκίων, η οικονομία μόλις τώρα πλησιάζει στο να αισθανθεί την πλήρη επίδραση των επιθετικών αυξήσεων στις οποίες προχωρήσαν οι κεντρικές τράπεζες τα τελευταία δύο χρόνια, άρα κάθε άλλο παρά αντιμετωπίζει βελτιωμένες προοπτικές.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η BofA, τα ανθεκτικά οικονομικά δεδομένα ενίσχυσαν τις προσδοκίες για τις μετοχές και την κερδοφορία των εισηγμένων: Ένα βασικό χαρακτηριστικό του παγκόσμιου μακροοικονομικού τοπίου το δεύτερο εξάμηνο του 2023 ήταν η υπέρβαση των δεδομένων της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με τα ήπια στοιχεία που έδειξαν οι οικονομικές έρευνες, με την ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και των ΗΠΑ, ειδικότερα, να είναι σημαντικά υψηλότερη από τα επίπεδα που συνεπάγονται οι αδύναμοι δείκτες PMI. Η ευρωστία των οικονομικών δεδομένων, με τη σειρά της, επέτρεψε στις χρηματιστηριακές αγορές να υπερβούν τις ιστορικές τους σχέσεις με τους PMI και βοήθησε επίσης τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) στην Ευρώπη να παραμείνουν κοντά στα ιστορικά κορυφαία επίπεδα, ακόμα και όταν η αδυναμία του PMI "κανονικά" αποτελεί οιωνό για την έναρξη ενός κύκλου υποβάθμισης των EPS.
Ωστόσο η ανάλυση της BofA δείχνει ότι χρειάζονται περίπου 18 μήνες για να υλοποιηθεί ο πλήρης αντίκτυπος της νομισματικής σύσφιξης στον μακροοικονομικό κύκλο. Αυτό υποδηλώνει ότι, αντί να αντιμετωπίζει βελτιωμένες προοπτικές ανάπτυξης, η οικονομία πλησιάζει στο να αισθανθεί την πλήρη επίδραση των επιθετικών αυξήσεων επιτοκίων στις οποίες προχώρησαν οι κεντρικές τράπεζες τα τελευταία δύο χρόνια.
Αυτό, σε συνδυασμό με την εξασθένιση της δημοσιονομικής ώθησης των ΗΠΑ (η δημοσιονομική πολιτική στήριξε την ανάπτυξη το 2023, αλλά από θετικός άνεμος θα γίνει αρνητικός για την οικονομία φέτος – αναμένεται μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος και των δαπανών) και την εξασθένιση της ώθησης από την εκτέλεση των εκκρεμών παραγγελιών, συνεπάγεται απότομη αποδυνάμωση της δυναμικής της ανάπτυξης το 2024. Και αυτό σημαίνει διεύρυνση των ασφαλίστρων κινδύνου, χαμηλότερες προσδοκίες για τα EPS και χαμηλότερες τιμές για τις μετοχές έως τα μέσα του έτους.
Κατά συνέπεια, η BofA παραμένει αρνητική για τις ευρωπαϊκές μετοχές, βλέποντας βουτιά της τάξης του 19% στον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 και στις 390 μονάδες έως τα μέσα του 2024, και τηρεί έτσι underweight στάση για τις κυκλικές μετοχές της Ευρώπης έναντι των αμυντικών, βλέποντας πτώση 13% έως τα μέσα του επόμενου έτους επίσης.
Morgan Stanley
Οι επενδυτές θα πρέπει να κάνουν δύσκολες επιλογές το 2024, δίνοντας μεγάλη προσοχή στη νομισματική πολιτική, εάν θέλουν να αποφύγουν μια ποικιλία πιθανών παγίδων και να βρουν ευκαιρίες σε ένα περιβάλλον όπου η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται και ο πληθωρισμός, αν και μειώνεται, παραμένει ακόμη σε υψηλά επίπεδα, επισημαίνει η Morgan Stanley.
Οι αγορές έχουν ήδη αποτιμήσει ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πραγματοποιήσουν μια ομαλή μετάβαση της πολιτικής τους για να προσαρμοστούν στα μειωμένα επίπεδα πληθωρισμού – πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει περιορισμένο περιθώριο για αύξηση στις αποτιμήσεις των μετοχών. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να επιτύχουν τη σωστή ισορροπία μεταξύ της αρκετής σύσφιξης και της χαλάρωσης αρκετά γρήγορα, τονίζει η Morgan Stanley. "Οι επενδυτές το 2024 να ψάξουν καλά ώστε να εντοπίσουν μικρά ανοίγματα σε αγορές που μπορούν να αποφέρουν θετικές αποδόσεις".
Για το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι αναλυτές στρατηγικής της M.S. συνιστούν στους επενδυτές να παραμείνουν υπομονετικοί και επιλεκτικοί. Οι κίνδυνοι για την παγκόσμια ανάπτυξη —οδηγούμενοι από τη νομισματική πολιτική— παραμένουν υψηλοί και οι αντίθετοι άνεμοι στην κερδοφορία ενδέχεται να παραμείνουν μέχρι τις αρχές του έτους, πριν σημειωθεί ανάκαμψη. Οι παγκόσμιες μετοχές αρχίζουν συνήθως να πραγματοποιούν sell-off τούς τρεις μήνες που οδηγούν σε έναν νέο γύρο νομισματικής χαλάρωσης, καθώς τα περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου αρχίζουν να τιμολογούν τη βραδύτερη ανάπτυξη. Εάν οι κεντρικές τράπεζες παραμείνουν σε καλό δρόμο για να ξεκινήσουν τη μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο, οι παγκόσμιες μετοχές ενδέχεται να δουν μείωση των αποτιμήσεων στις αρχές του έτους, επισημαίνει η αμερικανική τράπεζα.
Ωστόσο το δεύτερο εξάμηνο του έτους η πτώση του πληθωρισμού αναμένεται να οδηγήσει σε νομισματική χαλάρωση, ενισχύοντας την ανάπτυξη. "Πιστεύουμε ότι η βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα θα δώσει τη θέση της σε ένα comeback στις μετοχές των ΗΠΑ", υποστηρίζει η Morgan Stanley. Και αναμένει ότι η αύξηση της κερδοφορίας θα παραμείνει ισχυρή μέχρι το 2025: "Η θετική λειτουργική μόχλευση και η αύξηση της παραγωγικότητας από την τεχνητή νοημοσύνη θα πρέπει να οδηγήσουν σε επέκταση του περιθωρίου κέρδους".
HSBC
Κέρδη έως και 15% αναμένει η HSBC ότι θα καταγράψουν οι παγκόσμιες αγορές μετοχών μέχρι το τέλος του 2024. Όμως, σε ένα πλαίσιο επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης και μείωσης των επιτοκίων, πιστεύει ότι το βάθος της αγοράς θα στενεύει ολοένα και περισσότερο, ενώ η υπεροχή των ΗΠΑ πιθανότατα θα συνεχιστεί. Έτσι, σε γενικές γραμμές, η βρετανική τράπεζα είναι overweight στις ΗΠΑ και τις αναδυόμενες αγορές και underweight σε Ευρώπη, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιαπωνία. Παράλληλα, είναι overweight στις κυκλικές μετοχές, αλλά προσθέτει σταδιακά κάποια αμυντική έκθεση. Οι αγαπημένοι της κλάδοι περιλαμβάνουν την τεχνολογία και τα μη βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Ο καταλύτης που θα μπορούσε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τις επιδόσεις των μετοχών είναι, όπως σημειώνει η HSBC, η ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη. Οι ευρωπαϊκές μετοχές είναι από τις πιο "παγκόσμιες", όπως τονίζει, καθώς αντλούν περισσότερο από το ήμισυ των εσόδων τους από αγορές του εξωτερικού. Αυτή η έκθεση στον διεθνή επιχειρηματικό κύκλο αποτελεί, επομένως, σημαντικό μοχλό για τις αγορές μετοχών και περισσότερο από ό,τι για τις εγχώριες περιοχές. Στην πραγματικότητα, εξετάζοντας την έκθεση στο παγκόσμιο εμπόριο, η εξάρτηση των οικονομιών της Ε.Ε. από το διεθνές εμπόριο έχει ανέλθει στο υψηλότερο επίπεδο από το 1970. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το μερίδιο του εμπορίου της Ε.Ε. στο περιφερειακό ΑΕΠ έχει πλέον ξεπεράσει το 100%, φτάνοντας το 105% το 2022.
Επομένως, η καλύτερη από την αναμενόμενη παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε να βοηθήσει τις επιχειρήσεις με μεγαλύτερη εξάρτηση από το διεθνές εμπόριο και τον επιχειρηματικό κύκλο, κατά την άποψή της. Ο παγκόσμιος μεταποιητικός PMI, για παράδειγμα, αν και εξακολουθεί να σηματοδοτεί συρρίκνωση, είναι κοντά στα χαμηλότερα επίπεδα που παρατηρήθηκαν στα τέλη του 2022. Επίσης, ενώ κάποιες ευρωπαϊκές οικονομίες μπορεί ακόμη να φλερτάρουν με την ύφεση, αυτό δεν συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου η οικονομική ανάπτυξη παραμένει εκπληκτικά ισχυρή.
Όπως παρατηρεί, το φάρμακο κατά του πληθωρισμού αρχίζει να λειτουργεί στην Ευρωζώνη. Ο ονομαστικός πληθωρισμός τον Νοέμβριο του 2023 ήταν στο 2,4%, ενώ και ο δομικός πληθωρισμός υποχώρησε απότομα στο 3,6%. Επομένως, δεν απέχει πολύ από το εύρος του στόχου της ΕΚΤ, το 2%. Αν και υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους μειώνονται τα επίπεδα του πληθωρισμού, από τη σκοπιά ενός κεντρικού τραπεζίτη, αποτελούν ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων ότι το φάρμακο για τα επιτόκια λειτουργεί. Τουλάχιστον στην Ευρώπη, ωστόσο, αυτό συνοδεύεται από υποτονική οικονομική ανάπτυξη, κάτι που θα ασκήσει πίεση στις μετοχές.
UBS
Η UBS διαβλέπει την είσοδό μας σε έναν "νέο κόσμο" το 2024. Δεδομένου ότι οι αβεβαιότητες θα συνεχίσουν να υφίστανται τόσο στη σφαίρα της οικονομίας όσο και της γεωπολιτικής, οι επενδυτές θα κληθούν να εστιάσουν στην ποιότητα, να διατηρήσουν την ισορροπία και να συνεχίσουν να επιδεικνύουν όχι μόνο αυτοσυγκράτηση, αλλά και ευελιξία. Αναλογιζόμενοι τη δεκαετία που διανύουμε, διαφαίνονται ευκαιρίες για την επίτευξη ανάπτυξης από την ανατροπή σε κορυφαίους κλάδους, όπως στον κλάδο της γενετικής Τεχνητής Νοημοσύνης (Generative AI), καθώς και στις ιδιωτικές αγορές.
Σύμφωνα με UBS, αυτός ο νέος κόσμος –ο οποίος καθορίζεται από οικονομική αβεβαιότητα και γεωπολιτική αστάθεια, αλλά και ριζικές τεχνολογικές αλλαγές– οδηγεί σε τρία βασικά συμπεράσματα για το 2024:
Πρώτον, η ισχυρή οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών κατά το έτος 2023 θα δώσει πιθανότατα τη θέση της σε βραδύτερο μεν, θετικό δε ρυθμό ανάπτυξης το 2024, ενώ η ευρωπαϊκή ανάπτυξη θα παραμείνει υποτονική και η Κίνα θα εισέλθει σε μια "νέα κανονική συνθήκη" βραδύτερης ανάπτυξης, η οποία ενδεχομένως να διακρίνεται από υψηλότερη ποιότητα.
Δεύτερον, οι κεντρικές τράπεζες αναμένεται να ξεκινήσουν τους κύκλους μείωσης των επιτοκίων.
Και, τέλος, το 2024 η πολιτική θα διαδραματίσει προεξάρχοντα ρόλο, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις επικείμενες εκλογές στις ΗΠΑ και τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και τους πολέμους.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδυτές θα πρέπει να υιοθετήσουν στρατηγική διαχείρισης ρευστότητας. Δεδομένου ότι τα επιτόκια αναμένεται να υποχωρήσουν το 2024, οι επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να περιορίσουν τα συνολικά ταμειακά υπόλοιπα και να αξιοποιήσουν ευκαιρίες βελτιστοποίησης των αποδόσεων, χρησιμοποιώντας καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας, χαρτοφυλάκια ομολόγων με διαφορετικές ληκτότητες (bond ladders) και δομημένες λύσεις.
Επιπλέον, θα πρέπει να προβούν σε αντιστάθμιση των κινδύνων αγοράς. Γεωπολιτική αβεβαιότητα σημαίνει ότι οι επενδυτές οφείλουν να προετοιμαστούν για μελλοντική μεταβλητότητα. Εκτός από τη διαφοροποίηση, οι επενδυτές δύνανται να προστατεύσουν περαιτέρω τα χαρτοφυλάκια από συγκεκριμένους κινδύνους μέσω των στρατηγικών διατήρησης κεφαλαίου, χρησιμοποιώντας εναλλακτικές λύσεις ή πραγματοποιώντας τοποθετήσεις σε πετρέλαιο και χρυσό.
Barclays
Ήρθε η ώρα ανάληψης ρίσκου, διαμηνύει στους επενδυτές η Barclays για το 2024, καθώς, έπειτα από δύο συνεχόμενα τρίμηνα όπου συνιστούσε τοποθετήσεις σε μετρητά έναντι μετοχών και ομολόγων, ο βρετανικός επενδυτικός οίκος αναμένει τώρα οι μετοχές να έχουν υψηλές μονοψήφιες αποδόσεις φέτος και να υπεραποδώσουν έναντι των ομολόγων.
"Ναι, αναμένουμε ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί πιο αργά το 2024, τόσο σε πραγματικούς όσο και σε ονομαστικούς όρους, και οι προσδοκίες για διψήφια αύξηση των κερδών ανά μετοχή των εισηγμένων, τόσο το 2024 όσο και το 2025, μας φαίνονται υπερβολικά αισιόδοξες", όπως τονίζει. Ωστόσο, όπως εξηγεί, οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ πιστεύει ότι οι μετοχές θα επωφεληθούν από ένα αρκετά ευνοϊκό σημείο στον τρέχοντα επιχειρηματικό κύκλο και θα προσπεράσουν τις βραχυπρόθεσμες απογοητεύσεις στα κέρδη.
Έτσι, το 2024 οι αμερικανικές μετοχές είναι έτοιμες να επωφεληθούν από το τέλος του κύκλου αύξησης των επιτοκίων της Fed και από την πιο αργή αλλά θετική οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ, αν και οι υψηλές αποτιμήσεις είναι πιθανό να περιορίσουν τα περιθώρια ανόδου των μετοχών βραχυπρόθεσμα.
Σε ό,τι αφορά τις ευρωπαϊκές μετοχές, οι προοπτικές της Barclays για το 2023 ήταν συγκρατημένα αισιόδοξες, καθώς προέβλεπε ότι θα έκλειναν το έτος υψηλότερα, με μείωση των φόβων για σκληρή προσγείωση. "Πιστεύουμε ότι το 2024 θα συνεχίσει έτσι, με ήπια θετικές αποδόσεις μετοχών και υψηλή μεταβλητότητα στις αγορές σε ένα μέτριο μακροοικονομικό περιβάλλον, με την οικονομία να σημειώνει ομαλή προσγείωση", όπως τονίζει. Η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω, σε επίπεδα χαμηλότερα από την τάση, αλλά όχι να καταρρεύσει, καθώς τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη του ιδιωτικού τομέα και οι κρατικές δαπάνες παρέχουν ένα κατώτατο όριο στη ζήτηση και, ως εκ τούτου, στα κέρδη, εξηγεί.