Regency Casino Mont Parnes: Η πολυσήμαντη ιστορία από τα μέσα της δεκαετίας του 50 μέχρι τη μετάβαση στα βόρεια προάστια

Regency Casino Mont Parnes: Η πολυσήμαντη ιστορία από τα μέσα της δεκαετίας του 50 μέχρι τη μετάβαση στα βόρεια προάστια

Του Στάθη Βασιλόπουλου

Ήταν  Φεβρουάριος  του 1971, όταν οι προβολείς άναψαν στην κορυφή του βουνού, "φωτίζοντας" ένα από τα πιο φιλόδοξα και κοσμοπολίτικα εγχειρήματα  της μεταπολεμικής Ελλάδας: το καζίνο της Πάρνηθας. Ένα έργο που  ξεκίνησε ως πολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα, για να εξελιχθεί  σε έναν ζωντανό θρύλο της αθηναϊκής νυχτερινής ζωής, της υψηλής  κοινωνίας και του σύγχρονου τουρισμού.  

Σήμερα, έχοντας συμπληρώσει μισό –και πλέον– αιώνα λειτουργίας στη θέση Μαυροβούνι, το εμβληματικό καζίνο Μον Παρνές ετοιμάζεται να... κατεβεί από τα 1.078 μέτρα υψόμετρο, όπου βρίσκεται σήμερα, και να γυρίσει σελίδα. Η νέα του εποχή δρομολογείται μέσω της μετεγκατάστασής του στο κτήμα Δηλαβέρη, στη συμβολή των λεωφόρων Σπύρου Λούη και Κηφισίας, στο Μαρούσι. Εκεί θα στεγαστεί στο πολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα που αναμένεται να αναπτυχθεί στο πλαίσιο του φιλόδοξου project Voria, μια στρατηγική επένδυση ύψους 300 εκατ. ευρώ, με φορέα υλοποίησης τη North Star Entertainment. 

Το "Forbes" ξετυλίγει το κουβάρι της "πολυκύμαντης" ιστορίας του καζίνο, η οποία ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μεταπολεμική  προσπάθεια για ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό της Ελλάδας.  

Η άκρη του νήματος βρίσκεται στο μακρινό 1958, όταν η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποφάσισε να αξιοποιήσει το βουνό της Πάρνηθας ως χειμερινό τουριστικό προορισμό. Ο αρχιτέκτονας Παύλος Μυλωνάς ανέλαβε να σχεδιάσει το πολυτελές ξενοδοχείο Μον Παρνές, το οποίο θα συνδύαζε τις αρχές του μοντερνισμού με το κάλλος του φυσικού περιβάλλοντος. Η τοποθεσία στην κορυφή Μαυροβούνι επιλέχτηκε από τον αρχιτέκτονα σε συνεργασία με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ) λόγω της εκπληκτικής θέας που διαθέτει. 
 

Η αρχιτεκτονική πρόταση του Παύλου Μυλωνά ήταν τολμηρή και πρωτοποριακή. Χαρακτηριστικά καθαροί όγκοι, λιτές γραμμές και η χρήση τοπικών υλικών συνδυάστηκαν αρμονικά με έργα κορυφαίων Ελλήνων καλλιτεχνών της εποχής: ζωγράφων όπως ο Γιάννης Μόραλης και ο Γιάννης Τσαρούχης, που στόλισαν τους εσωτερικούς χώρους με τολμηρά χρώματα και αφηρημένα μοτίβα, και γλυπτών όπως ο Μιχάλης Τόμπρος. Το ξενοδοχείο συνδύασε ευθύς εξαρχής το όνομά του με την "καλή κοινωνία" και την ποιοτική τουριστική ανάπτυξη. Οι τιμές του ξενοδοχείου –χωρητικότητας 3.000 ατόμων το καλοκαίρι και 1.500 τον χειμώνα– μαρτυρούσαν ότι απευθυνόταν όχι μόνο στην ελληνική, αλλά και την ευρωπαϊκή αριστοκρατία. 

Το Μον Παρνές άνοιξε τις πύλες του το 1961, με λαμπερά εγκαίνια που συγκέντρωσαν την "κρεμ ντε λα κρεμ" της αθηναϊκής κοινωνίας. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο τότε πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, και ο υπουργός Προεδρίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος τέλεσε και την τελετή των εγκαινίων.  

Το "παρών" έδωσαν πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες και ξένοι επίσημοι. Σύμφωνα  με τις εφημερίδες της εποχής, την εκδήλωση λάμπρυναν με την παρουσία τους οι παγκοσμίου φήμης ηθοποιοί Κουρτ Γιούργκενς, Αμεντέο Νατσάρι και Μισελίν Πρελ. Τη μουσική ψυχαγωγία ανέλαβε ο Γαλλοαιγύπτιος τραγουδιστής Μπομπ Αζάμ, συνοδευόμενος από  την ορχήστρα του συνθέτη Γεράσιμου Λαβράνου. 

Ωστόσο, από τον πρώτο κιόλας χρόνο της λειτουργίας του, το ξενοδοχείο δεν κατάφερε  ποτέ να βρει την προσδοκώμενη ανταπόκριση, με συνέπεια στο πέρασμα του χρόνου να δίνει μάχη για να κρατηθεί στην επιφάνεια, με αρκετές διακοπές στο ενδιάμεσο. Η προσέλευση των επισκεπτών στα πρώτα του βήματα ήταν περιορισμένη και το ξενοδοχείο ήρθε αντιμέτωπο με οικονομικές δυσκολίες. Σε μια προσπάθεια να γίνει γνωστό το ξενοδοχείο και  στο εξωτερικό ως ιδανικός χειμερινός προορισμός, δόθηκε η διοίκηση στην ελβετική εταιρεία Chaire Rhore Hotels Greece S.A., με εμπειρία στη διαχείριση ξενοδοχείων. Το 1963  διακόπηκε η χειμερινή του λειτουργία και άνοιγε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες.  

Το καλοκαίρι του 1967 ο γενικός γραμματέας Τουρισμού, Κωνσταντίνος Μπαλόπουλος,  αναζητά επειγόντως λύσεις για το πολυτελές, αλλά προβληματικό, Μον Παρνές. Στρέφεται  στον έμπειρο ξενοδόχο Απόστολο Δοξιάδη  –γνωστό από τη "Μεγάλη Βρεταννία"–, ζητώντας του να αναλάβει προσωρινά το "τι μόνι". Η θερινή σεζόν που ακολούθησε δεν  έφερε την αναγκαία ανατροπή. Τότε ήταν που  μπήκε σοβαρά στο τραπέζι η ιδέα για τη δημιουργία του καζίνο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα καζίνο στην Ελλάδα περιορίζονταν σε  τουριστικούς προορισμούς όπως η Κέρκυρα και η Ρόδος, προσανατολισμένα σχεδόν  αποκλειστικά σε ξένους επισκέπτες. Η Πάρνηθα, όμως, είχε άλλη στόχευση: ένα κοσμικό στέκι για την αθηναϊκή ελίτ.

 

πιν

Από το 2008 το Regency Casino Mont Parnes λειτουργεί υπό την Ελληνικό Καζίνο Πάρ νηθας Α.Ε., εταιρεία στην οποία το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, διατηρεί ποσο στό ύψους 49%. Το υπόλοιπο 51% ανήκει στην Athens Resort Casino, με βασικούς μετόχους  τη Regency Entertainment και την Karenia Enterprises. Τη διαχείριση του καζίνο έχει ανα λάβει η εταιρεία Regency Entertainment Α.Ε. 

Πριν από δύο χρόνια η Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας μετονομάστηκε σε North Star  Entertainment, αναλαμβάνοντας την υλοποίηση του project για το νέο καζίνο.  Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών δεν άφησε ανέπαφο τον κλάδο των καζίνο, επη ρεάζοντας άμεσα και το Μον Παρνές. Με την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος 36/2023,  δρομολογήθηκε η μεταφορά του καζίνο από την Πάρνηθα σε νέα τοποθεσία στα Βόρεια Προ άστια της Αττικής. Τον περασμένο Μάιο η οριστική και αμετάκλητη ετυμηγορία του Συμβου λίου της Επικρατείας, το οποίο με απόφασή του απέρριψε αίτηση ακύρωσης που είχε κατατε θεί κατά του Προεδρικού Διατάγματος, άνοιξε τον δρόμο για την υλοποίηση της επένδυσης.  

Η νεα εποχη 

Η μετεγκατάσταση που δρομολογείται στο Μαρούσι σηματοδοτεί μια νέα εποχή για το  καζίνο, ενώ ταυτόχρονα το κτιριακό συγκρότημα του Mον Παρνές και το τελεφερίκ θα πα ραχωρηθούν στο Ελληνικό Δημόσιο για νέα χρήση, προς όφελος της τοπικής κοινωνίας  και των επισκεπτών. 

Στόχος του project είναι η ανάπτυξη ενός πολυλειτουργικού συγκροτήματος, το οποίο θα  περιλαμβάνει ξενοδοχείο πέντε αστέρων, συνεδριακούς και εκθεσιακούς χώρους, εγκατα στάσεις εστίασης και ψυχαγωγίας, καθώς και καζίνο. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο του συγκρο τήματος έχει βασιστεί σε αρχές ήπιας ένταξης στο φυσικό τοπίο.  

Το ύψος του προβλέπεται να είναι μικρότερο από αυτό των υφιστάμενων κτισμάτων στην  περιοχή, ενώ η γενική του μορφή θα δίνει  έμφαση στη διακριτική ενσωμάτωση με το  περιβάλλον. Παράλληλα, υιοθετούνται τε χνολογίες αειφορίας και περιβαλλοντικής  διαχείρισης, ενώ προβλέπονται χώροι πρα σίνου συνολικής έκτασης 17.232 τ.μ., αριθ μός που υπερβαίνει κατά περίπου 7.000 τ.μ.  τις απαιτούμενες φυτεύσεις. 

Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό του έργου  είναι η παραχώρηση 25 από τα συνολικά 50  στρέμματα της έκτασης στον Δήμο Αμαρου σίου. Οι εκτάσεις αυτές θα αξιοποιηθούν για  κοινωφελείς χρήσεις, με ελεύθερη πρόσβα ση για το κοινό, στοχεύοντας στην ενίσχυση  της ποιότητας ζωής των κατοίκων και την  αναψυχή των επισκεπτών. 

Το καζίνο θα καταλαμβάνει 8.500 τ.μ. από  τη συνολική δόμηση των 25.000 τ.μ., με τον  χώρο των τυχερών παιχνιδιών να αποτελεί πε ρίπου το ήμισυ της συνολικής επιφάνειας του  συγκροτήματος, ενώ το υπόλοιπο θα φιλοξενεί  εστιατόρια και βοηθητικές εγκαταστάσεις.

Η αναγεννηση με το καζινο: Μια νεα εποχη ξεκινα 

Το 1969 το σχέδιο παίρνει σάρκα και οστά.  Αποφασίζεται η μετατροπή του ξενοδοχείου  σε καζίνο, ως έσχατη λύση για την επιβίωση του συγκροτήματος. Δύο χρόνια μετά, η  αλλαγή ρότας επισφραγίζεται με την ίδρυση του καζίνο στον χώρο του Mον Παρνές.  Ο επιχειρηματίας Φρίξος Δημητρίου, στον  οποίον πέρασε η διαχείριση, αναλαμβάνει  το δύσκολο έργο να μεταμορφώσει το ξενοδοχείο σε ένα σύγχρονο κέντρο ψυχαγωγίας και τυχερών παιχνιδιών.  

Στις 5 Φεβρουαρίου 1971 το καζίνο ανοίγει επίσημα τις πόρτες του, σε ένα εντυπωσιακό κοσμικό γεγονός. Η είσοδος ήταν αυστηρά ελεγχόμενη και επιτρεπόταν μόνο σε άτομα με φορολογική δήλωση άνω των 150.000  δραχμών – ένα μέτρο που στόχευε στη δια τήρηση της "υψηλής κοινωνίας". Το ντύσιμο  ήταν επίσημο: οι άνδρες με κοστούμι και γραβάτα και οι γυναίκες με τουαλέτα.

Οι επισκέπτες έφταναν στο βουνό με πολυτελή αυτοκίνητα. Το καζίνο γρήγορα καθιερώθηκε ως  το κέντρο της νυχτερινής ζωής της Αθήνας.  Εδώ συναντιούνταν πολιτικοί, καλλιτέχνες,  επιχειρηματίες και εφοπλιστές, ενώ στα με γάλα πάρτι και στις επίσημες δεξιώσεις εμφανίζονταν οι σημαντικότεροι τραγουδιστές και  ηθοποιοί της εποχής όπως ο Ομάρ Σαρίφ. 

Έναν χρόνο μετά τα εγκαίνια του καζίνο,  το 1972, εγκαινιάστηκε το τελεφερίκ που συνέδεε την Πάρνηθα με το φαράγγι του Ερυ θρού. Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά τεχνικά έργα της Ελλάδας εκείνης της εποχής  και σύμβολο της πρωτοπορίας του Mον Παρνές. Η κατασκευή της ελβετικής εταιρείας  Haberger προσέφερε στους επισκέπτες όχι  μόνο άνετη πρόσβαση, αλλά και μια αξέχαστη πανοραμική εμπειρία, καθώς το τελεφερίκ διασχίζει πυκνά δάση και προσφέρει θέα  που κόβει την ανάσα. Το τελεφερίκ έγινε ορόσημο, μια πρόκληση στην ορεινή γεωγραφία  και σύμβολο της φινέτσας και της κομψότητας που χαρακτήριζε το καζίνο. 

Για πολλά χρόνια  το καζίνο συνέχισε να λειτουργεί ως το επίκεντρο της κοσμικής ζωής της Αθήνας.

Από τις δεκαετίες της χλιδής στη σύγχρονη εποχή

Τα επόμενα χρόνια το καζίνο συνέχισε να λειτουργεί ως το επίκεντρο της κοσμικής ζωής  της Αθήνας. Η αίγλη των χοροεσπερίδων, των θεατρικών παραστάσεων και των ρεβεγιόν  στα σαλόνια του καζίνο αποτελεί θέμα συζήτησης και ανακαλείται στη μνήμη των παλιών  Αθηναίων ακόμα και σήμερα.  

Με την είσοδο στη δεκαετία του 1980, το Μον Παρνές άρχισε να απομακρύνεται από την  αρχική αρχιτεκτονική σύλληψη του Παύλου Μυλωνά, αν και διατηρούσε ακόμη στοιχεία  της παλιάς του αίγλης. Το νέο προφίλ του ξενοδοχείου εστίαζε στη σύνδεσή του με το καζίνο,  την πολυτέλεια και την κοσμική ζωή, αφήνοντας τη φιλοξενία σε δεύτερη μοίρα. Το 1984 το  Mον Παρνές επέστρεψε στη διαχείριση του  ΕΟΤ, όταν ο όμιλος Δημητρίου κηρύχθηκε  έκπτωτος. Οι διαφημίσεις της εποχής αντανακλούσαν την αλλαγή κατεύθυνσης, προβάλλοντας σχεδόν αποκλειστικά το καζίνο. Καθ’ όλη τη δεκαετία του ’90 το καζίνο συνέχισε να λειτουργεί καθημερινά, προσφέροντας σημαντικά έσοδα στο Δημόσιο.

Τον Απρίλιο του 1996 ανακοινώθηκε η πρόθεση της  κυβέρνησης να μετατρέψει το καζίνο σε Ανώνυμη Εταιρεία υπό τον έλεγχο του Δημοσίου.  Ωστόσο η εικόνα του Μον Παρνές είχε "ραγίσει" σημαντικά λόγω ελλιπούς συντήρησης.  Η κατάσταση επιδεινώθηκε σφόδρα με  τον καταστροφικό σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, εντάσεως 5,9 της κλίμακας Ρίχτερ,  που προκάλεσε σοβαρές ζημιές – ιδιαίτερα  στο ανατολικό τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος. Η προτεραιότητα πλέον στράφηκε  στην επαναλειτουργία του καζίνο, το οποίο έκλεισε προσωρινά. 

2001-2010 : Επανεκκίνηση και σύγχρονη ταυτότητα

Με νόμο, τον Αύγουστο του 2000, η εκ μετάλλευση του καζίνο πέρασε στην ΕΤΑΔ  Α.Ε. Το 2003, μέσω διεθνούς διαγωνισμού,  η Athens Resort Casino απέκτησε το 49%  της Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας Α.Ε. έναντι  110 εκατ. ευρώ, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση του ξενοδοχειακού συγκροτήματος και του  καζίνο. Η Regency Entertainment, ως κύριος μέτοχος, δρομολόγησε την πλήρη ανακατασκευή του συγκροτήματος, με στόχο να επανατοποθετήσει το Μον Παρνές στον χάρτη της  διασκέδασης και φιλοξενίας. Από τότε οι αλλαγές είναι ραγδαίες, ενώ μέρος του κτιριακού  συγκροτήματος κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. 

Τα έργα τεχνης που διασώθηκαν  

Κάποτε το ξενοδοχείο της Πάρνηθας αποτελούσε ένα πραγματικό "ζωντανό μουσείο".  Τα έργα τέχνης που κοσμούσαν τους χώρους του αντικατόπτριζαν την καλλιτεχνική πρωτο πορία της εποχής, αποκτώντας σήμερα ανεκτίμητη αξία. Με σεβασμό στην τέχνη και την  πολιτιστική κληρονομιά, η Regency Entertainment ανέλαβε την πρωτοβουλία να διασώσει  και να συντηρήσει όσα έργα είχαν απομείνει στις εγκαταστάσεις.  

Πλέον, τα περισσότερα από αυτά εκτίθενται σε επιλεγμένα σημεία του συγκροτήματος.  Συγκεκριμένα, 34 πίνακες του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου κοσμούν τους διαδρόμους  και τους κεντρικούς χώρους του καζίνο. Παράλληλα, πέντε έργα του Γιάννη Χαΐνη και τέσ σερα του Νίκου Νικολάου έχουν τοποθετηθεί στο εστιατόριο "1055", προσδίδοντας πο λιτιστική ταυτότητα στον χώρο. Η είσοδος και οι διάδρομοι του συγκροτήματος φιλοξενούν  πέντε χαρακτηριστικά κολάζ του ακαδημαϊκού Παναγιώτη Τέτση, καθώς και δύο πετρογρα φίες της Βάσως Κατράκη. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην "ξύλινη σκάλα" –γνωστή από πλή θος ελληνικών ταινιών– με τη μοναδική, αναρτημένη ελικοειδή της κατασκευή, η  οποία συνεχίζει να τραβά τα βλέμματα.