Των Phoebe Liu και Iain Martin
Στις 20 Νοεμβρίου, γύρω στις 4 μ.μ. ώρα Ανατολικής Ακτής ΗΠΑ, η Napster συγκάλεσε μια διαδικτυακή συνάντηση μετόχων. Περίπου 700 από τους συνολικά 1.500 συμμετέχοντες – εργαζόμενοι, πρώην εργαζόμενοι και ιδιώτες επενδυτές – συνδέθηκαν για να ακούσουν τον διευθύνοντα σύμβουλο, John Acunto, να ανακοινώνει ότι ο "μεγάλος" επενδυτής, ο οποίος ποτέ δεν κατονομάστηκε και που υποτίθεται ότι είχε δεσμευθεί να επενδύσει 3,36 δισ. δολάρια σε αποτίμηση 12 δισ., δεν επρόκειτο τελικά να υλοποιήσει τη χρηματοδότηση.
Η επένδυση αυτή είχε παρουσιαστεί ως μία από τις μεγαλύτερες της χρονιάς, καθιστώντας το σοκ ακόμη μεγαλύτερο.
Με email που στάλθηκε αμέσως μετά, η εταιρεία ενημέρωσε τους υφιστάμενους μετόχους ότι ορισμένοι θα αποκτήσουν μεγαλύτερο ποσοστό, λόγω της ακύρωσης των νέων μετοχών – μια κίνηση που δύσκολα μπορούσε να θεωρηθεί παρηγοριά. Η Napster χαρακτήρισε τον εαυτό της "θύμα παρατυπιών" και ανέφερε πως "συνεργάζεται με τις αρχές" στις τρέχουσες έρευνες. Παράλληλα, η πολυαναμενόμενη δημόσια πρόταση εξαγοράς μετοχών – η οποία θα επέτρεπε στους μετόχους να ρευστοποιήσουν – ακυρώθηκε επίσης, αφού φερόταν να την υποστηρίζει ο ίδιος επενδυτής.
Για τους μετόχους, όμως, η ιδέα αυξημένης συμμετοχής σε μια εταιρεία χωρίς σταθερό χρηματοδοτικό υπόβαθρο μόνο απογοήτευση προκαλούσε. Επί σχεδόν έναν χρόνο η εταιρεία υποσχόταν μια επικείμενη τεράστια επένδυση και επαναλαμβανόμενες ευκαιρίες πώλησης μετοχών. Ήταν η τέταρτη φορά από το 2022 που οι μέτοχοι ενημερώνονταν ότι πλησίαζε δημόσια προσφορά και η τέταρτη φορά που η συμφωνία κατέρρεε.
Η εκπρόσωπος της εταιρείας, Gillian Sheldon, ανέφερε πως οι δηλώσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση έγιναν "καλόπιστα" με βάση τις τότε πληροφορίες, πριν αποκαλυφθούν "ενδείξεις παρατυπιών" που δείχνουν ότι η εταιρεία παραπλανήθηκε. Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) και το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ερευνούν την υπόθεση – η πρώτη για θέματα αποτίμησης από το 2022 και το δεύτερο για το τι πραγματικά συνέβη με την επένδυση.
Το Forbes είχε εκφράσει από νωρίς επιφυλάξεις για τον επενδυτή και την εταιρεία. Η ιστορία ξεκίνησε τον Ιανουάριο, όταν τότε ακόμη ως Infinite Reality, η εταιρεία ανακοίνωσε γύρο χρηματοδότησης 3 δισ. δολαρίων. Λίγες εβδομάδες αργότερα, πρότεινε τον Acunto ως υποψήφιο δισεκατομμυριούχο για τη λίστα του Forbes. Σε εκδήλωση στο Λος Άντζελες, ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: "Πιστεύετε ότι θα μιλούσαμε για επενδύσεις 3 δισ. αν δεν κάναμε όσα λέμε;" Υποστήριξε μάλιστα πως η εταιρεία είχε "δημιουργήσει πάνω από 600 εκατομμυριούχους".
Μια έρευνα του Forbes αποκάλυψε πως πίσω από τις μεγαλόστομες δηλώσεις υπήρχε χάος: σειρά αγωγών από πιστωτές για απλήρωτες οφειλές, ομοσπονδιακή υπόθεση για συμμόρφωση με κλήτευση της SEC, διογκωμένες δηλώσεις για συνεργασίες με τη Manchester City και τη Google και "επενδυτές" που στην πράξη δεν είχαν επενδύσει ποτέ. Παράλληλα, η εταιρεία υποστήριζε ότι τα 3 δισ. βρίσκονταν σε λογαριασμό της και ήταν άμεσα διαθέσιμα.
Η ιστορία της Napster είναι ιδιαίτερα περίπλοκη. Το 2019 ο Acunto αγόρασε την πτωχευμένη πλατφόρμα Tsu και στη συνέχεια συγχώνευσε γύρω στις δώδεκα μικρές ή προβληματικές εταιρείες τεχνολογίας – από metaverse έως drone και AI – με πληρωμές κυρίως σε μετοχές, σε ολοένα υψηλότερες αποτιμήσεις. Ως Infinite Reality εξαγόρασε τη Napster τον Μάρτιο του 2023 έναντι 207 εκατ. δολαρίων και τον Μάιο υιοθέτησε το εμβληματικό αυτό όνομα.
Όταν το Forbes δημοσίευσε την πρώτη του έρευνα, η Napster απάντησε με δελτίο Τύπου αποκαλύπτοντας - όπως ισχυριζόταν - την ταυτότητα του επενδυτή: Sterling Select. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ο επενδυτής αλλά ο μεσάζων που είχε φέρει την εταιρεία σε επαφή με άλλους "επενδυτές". Αργότερα το δελτίο Τύπου τροποποιήθηκε.
Μέχρι τον Μάιο, ο Acunto διαβεβαίωνε μετόχους ότι σύντομα θα πωλούσαν τις μετοχές τους προς 20 δολάρια η μία, ανεβάζοντας την αποτίμηση της εταιρείας στα 18 δισ. – 240 φορές τα έσοδα του 2024. Η εταιρεία συνέχισε δημόσια να παρουσιάζεται δραστήρια, στρεφόμενη στην τεχνητή νοημοσύνη και χρησιμοποιώντας τις μετοχές της ως "νόμισμα" για νέες εξαγορές.
Ωστόσο, οι αγωγές συσσωρεύονταν. Η Obsess, παραγωγός VR που εξαγοράστηκε τον Ιανουάριο, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πληρωθεί τα 22 εκατ. που της όφειλαν· η Napster απάντησε κατηγορώντας την Obsess για "μαγειρεμένα βιβλία". Τον Αύγουστο η Sony κατέθεσε αγωγή για 9,2 εκατ. δολάρια σε απλήρωτα δικαιώματα.
Τον Ιούλιο ακολούθησε μεγάλος γύρος απολύσεων – περίπου το ένα τρίτο του προσωπικού, κυρίως προγραμματιστές. Κάποιοι μίλησαν για "ανακοινώσεις προϊόντων χωρίς περιεχόμενο, απλά λεκτική σαλάτα τύπου ChatGPT". Μέχρι τον Σεπτέμβριο, τόσο η νομική διευθύντρια όσο και ο οικονομικός διευθυντής είχαν αποχωρήσει.
Ταυτόχρονα, η εταιρεία αναζητούσε απεγνωσμένα ρευστότητα, συνεργαζόμενη με μεσίτες και συμβούλους που είχαν στο παρελθόν δεχθεί κυρώσεις από τις ρυθμιστικές αρχές. Η Cova Capital, που ισχυρίστηκε ότι εκπροσωπούσε τον "μυστηριώδη" επενδυτή, είχε προηγουμένως τιμωρηθεί για ελλιπή έλεγχο καταλληλότητας σε τοποθετήσεις τίτλων. Μια άλλη συνεργάτιδα, η Laren Pisciotti, κατηγορήθηκε το 2023 για συμμετοχή σε απάτη 120 εκατ. δολαρίων.
Εάν αποδειχθεί ότι η Napster γνώριζε πως η χρηματοδότηση δεν θα υλοποιούνταν και παρόλα αυτά παραπλανούσε επενδυτές ή εξαγοραζόμενες επιχειρήσεις, μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με κατηγορίες για απάτη. Όπως εξηγεί ο νομικός Patrick McCloskey, όλα εξαρτώνται από το τι γνώριζε η εταιρεία, τι πίστευε για τα κεφάλαια και πώς τα παρουσίαζε.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι το μυστήριο γύρω από την ανύπαρκτη επένδυση παραμένει άλυτο — και η Napster βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με κρίση αξιοπιστίας που δύσκολα θα ξεπεραστεί.