Του Steven Bertoni
Είναι μεσημέρι στα τέλη Οκτωβρίου και 71 ορόφους πάνω από τη Wall Street στον ουρανοξύστη 4 World Trade Center και ο Daniel Ek βηματίζει στο καλογυαλισμένο τσιμεντένιο πάτωμα των κεντρικών γραφείων της Spotify. Προσπερνά περίτεχνα γλυπτά από μέταλλο σε νέον απόχρωση που απεικονίζουν ακουστικά, πολυτελή σαλονάκια με καναπέδες για VIP διαφημιζόμενους και ηχομονωμένα στούντιο podcast που έχουν κατασκευαστεί κατά παραγγελία για τους μεγαλύτερους stars του Spotify, και έπειτα μπαίνει σε μια μεγάλη καφετέρια εξοπλισμένη με φωτισμό για τρισδιάστατες συναυλίες.
Η αίθουσα ετοιμάζεται για το δείπνο με το Διοικητικό Συμβούλιο της Spotify, όπου –σε μια εμφάνιση-έκπληξη– θα τραγουδήσουν οι Brothers Osborne: ένα μοντέρνο ντουέτο της country-rock, με το τραγούδι τους "Stay a Little Longer" να έχει παίξει 180 εκατομμύρια φορές στην υπηρεσία ψηφιακής μουσικής του Ek. Η Spotify μόλις έχει ανακοινώσει τα οικονομικά αποτελέσματα γ’ τριμήνου και ο 38χρονος Ek, που αυτοπροσδιορίζεται ως ένας εσωστρεφής μηχανικός που σπάνια δίνει συνεντεύξεις, έχει μπροστά του μια ξεχωριστή ημέρα.
Ο γλυκομίλητος Σουηδός, με το ξυρισμένο κεφάλι και το μούσι, είναι "στο πόδι” από τις 5 τα ξημερώματα: μιλάει στα τηλέφωνα με οικονομικούς αναλυτές, έχει δώσει μια σειρά από συνεντεύξεις και συναντήθηκε με 200 εργαζόμενους. "Ήταν τρελό, γιατί ήταν η πρώτη μας συνάντηση από κοντά τα τελευταία δύο χρόνια", λέει ο Ek, φορώντας μαύρο τζιν, μαύρο σουέτ παλτό και sneakers λουστρίνι. "Ήταν υπέροχη η ατμόσφαιρα, εγκάρδια. Όλοι αγκαλιάζονταν και χειροκροτούσαν".
Υπήρχαν πολλοί λόγοι για να ζητωκραυγάζουν. Εκείνη την ημέρα, η Spotify ανακοίνωσε εντυπωσιακούς αριθμούς για το τρίμηνο, κάνοντας πάταγο που αντήχησε στον κόσμο της Wall Street, στη μουσική βιομηχανία και στα ΜΜΕ. Τα έσοδα της ανήλθαν σε 2,9 δισ. δολάρια, άλμα της τάξης του 27% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο το προηγούμενο έτος. Οι πωλήσεις διαφημίσεων σκαρφάλωσαν κατά 75% σε περίπου 375 εκατ. δολάρια. Οι ενεργοί ακροατές αυξήθηκαν κατά 20% από το γ’ τρίμηνο του 2020 ξεπερνώντας τα 380 εκατ. Το ίδιο ισχύει και για τους συνδρομητές, οι οποίοι αριθμούνται πλέον σε περισσότερους από 170 εκατ. Η μετοχή της, η οποία παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη στο μεγαλύτερο διάστημα του 2021, εκτινάχθηκε κατά 10%, αυξάνοντας κατά 5 δισ. δολάρια την αξία της εταιρείας και την κεφαλαιοποίησή να υπερβαίνει τα 50 δισ. δολάρια για πρώτη φορά από το καλοκαίρι.
Η εταιρεία έχει κάνει πολύ δρόμο από τότε που ο Ek έβαλε –με το ζόρι– κοστούμι και γραβάτα και "κατέβασε” μερικά ποτηράκια ουίσκι για να ποζάρει για το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους "30 Under 30” του Forbes πριν από δέκα χρόνια. Τότε, τον Ιανουάριο του 2012, η Spotify απασχολούσε 500 υπαλλήλους, οι πωλήσεις της έφταναν τα 300 εκατ. δολάρια και η αποτίμησή της ήταν στα 2 δισ. δολάρια. Η υπηρεσία είχε "φτάσει” στις ΗΠΑ μόλις έξι μήνες νωρίτερα. Σήμερα, το superstreamer του Ek παίζει σε 184 χώρες, απασχολεί 7.400 εργαζόμενους και οι ετήσιες πωλήσεις του ανέρχονται στα 9,7 δισ. δολάρια. Η Spotify εισήχθη στο χρηματιστήριο το 2018 και ο Ek –η περιουσία του οποίου αποτιμάτο σε 300 εκατ. δολάρια το 2012– σήμερα αξίζει 4,4 δισ. δολάρια.
"Το Spotify ήταν η δύναμη που μετέτρεψε εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες από "πειρατές" σε πελάτες", λέει ο Sean Parker, ο οποίος, ως συνιδρυτής του λογισμικού διαδικτυακής ανταλλαγής αρχείων peer-to-peer Napster, θεωρούνταν ο "Μαυρογένης της μουσικής βιομηχανίας” προτού διατελέσει ο πρώτος πρόεδρος της Facebook και στη συνέχεια επενδύσει στη Spotify. "Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Daniel έσωσε τη μουσική βιομηχανία", προσθέτει.
Οι δισκογραφικές εταιρείες σίγουρα επωφελούνται. To 2011 που έφτασε το Spotify στις ΗΠΑ, το streaming ήταν ένας κλάδος αξίας 600 εκατ. δολαρίων, που ισοδυναμούσαν με το 4% των ετήσιων εσόδων της παγκόσμιας δισκογραφικής βιομηχανίας. Το 2020, οι υπηρεσίες streaming είχαν πωλήσεις ύψους 13,4 δισ. δολαρίων, το 62% των εσόδων της βιομηχανίας. Πέρυσι, το Spotify κατέβαλε 5 δισ. δολάρια για δικαιώματα, κυρίως στις μεγάλες εταιρείες, οι οποίες απέδωσαν περίπου 500 εκατ. δολάρια από αυτά στους καλλιτέχνες. "Ας είμαστε ειλικρινείς", λέει ο Ek. "Ούτε που φανταζόμουν ότι το Spotify θα αποκτούσε τόσο μεγάλο καλλιτεχνικό και οικονομικό αντίκτυπο".
Και τώρα στοχεύει να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο. Ας μάχονται τα άλλα μεγαθήρια των ΜΜΕ και υπηρεσιών για τα μάτια του κόσμου (κυριολεκτικά) – το Spotify θέλει να κατακτήσει τα… αυτιά του κοινού. "Όλοι υποτιμούν τον ήχο. Θα έπρεπε να είναι μια βιομηχανία αξίας πολλών εκατοντάδων δισ. δολαρίων", σημειώνει ο Ek. "Ο ήχος είναι ένα ανοιχτό πεδίο να το κατακτήσουμε".
Μεγάλο μέρος της βιομηχανίας του ήχου παραμένει κατακερματισμένο και αναλογικό. Το ραδιόφωνο, μια τεχνολογία 135 ετών, έχει αποδειχθεί πιο ανθεκτικό και από τον Keith Richards. Το "παλαιάς κοπής" μέσο φτάνει σε περίπου 3 δισ. ακροατές ημερησίως και κάθε χρόνο αποφέρει διαφημιστικά έσοδα άνω των 30 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με την εταιρεία διαφημιστικών ερευνών WARC.
"Μόνο στις ΗΠΑ, τα δύο τρίτα των διαφημιστικών δαπανών σε μέσα ήχου συνεχίζουν να πηγαίνουν στο επίγειο ραδιόφωνο", σημειώνει ο Ek. "Είναι ένα τεράστιο ποσό που πρέπει να μετατοπιστεί στο διαδίκτυο".
Ο ίδιος θέλει να "χωρέσει” στο Spotify όλο τον ψηφιακό ήχο: όχι μόνο μουσική, αλλά και ειδήσεις, αφηγήσεις ιστοριών, live ομιλίες, audio books, εκπαίδευση. Θέλει να προσδώσει στους παραγωγούς ήχου τα εφόδια που θα τους κάνουν να ονειρεύονται ολοκαίνουργιες κατηγορίες μέσα από νέα ηχητικά τοπία. Όλα αυτά θα περνούν μέσα από τους αλγόριθμους του Spotify με τεχνητή νοημοσύνη, για να προσφέρουν μια εξατομικευμένη υπηρεσία streaming για κάθε ακροατή. Ό,τι έκαναν το TikTok, το YouTube και το Instagram με τις φωτογραφίες και τα βίντεο, το ίδιο θέλει να κάνει ο Ek με το audio.
"Οι εύχρηστες κάμερες που έχουμε στα χέρια μας έχουν μετατρέψει τη δημιουργία βίντεο από μια ενασχόληση για μυημένους σε mainstream δραστηριότητα. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με τον ήχο", σημειώνει η Mary Meeker, ιδρύτρια της εταιρείας Bond και για πολλά χρόνια συντάκτρια της έκθεσης Internet Trends. "Είναι η μεγάλη ευκαιρία να εξελιχθεί η παραγωγή audio και να διευρυνθεί η διαδραστικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους".
Η πρωτοκαθεδρία του Spotify
Όταν το 2011 η σουηδική Spotify εισέβαλε στην αμερικανική σκηνή, η μουσική βιομηχανία ήταν στα κάτω της. Η μετάβαση στην ψηφιακή μουσική είχε καθυστερήσει, η οικονομική αφαίμαξη από την πειρατεία και τους ιστότοπους ανταλλαγής αρχείων όπως το Napster συνεχιζόταν, και οι ένδοξες ημέρες για τη δισκογραφική βιομηχανία –στα τέλη της δεκαετίας του ’90– όταν πρωταγωνιστούσαν τα cd, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Το 2011, τα έσοδα από την ηχογραφημένη μουσική "άγγιζαν” τα 15 δισ. δολάρια, κατρακυλώντας κατά 40% σε σύγκριση με μια δεκαετία νωρίτερα, όταν οι πωλήσεις ανέρχονταν στα 24 δισ. δολάρια.
Μεγαλωμένος στη "σκληρή” γειτονιά Ragsved της Στοκχόλμης, o Ek είχε έμφυτο ταλέντο στη μουσική και στην κωδικοποίηση. Στο λύκειο κατασκεύαζε ιστοσελίδες για τοπικές επιχειρήσεις, και στη συνέχεια εγκατέλειψε το κολέγιο στο πρώτο έτος για να δημιουργήσει μια εταιρεία ψηφιακών διαφημίσεων, την οποία αργότερα πούλησε στην Tradedoubler με αντίτιμο άνω του 1 εκατ. δολαρίων. Στα 22 του, ο Ek αγόρασε μια Ferrari και παρείχε bottle service σε φανταχτερά κλαμπ, πριν η ζωή του ροκ σταρ τον οδηγήσει στην κατάθλιψη.
Αποσύρθηκε σε ένα απομονωμένο κατάλυμα προκειμένου να επικεντρωθεί στο σχέδιο του για την αποκατάσταση της ψηφιακής μουσικής. Το 2006, συνεργάστηκε με τον συνιδρυτή της Tradedoubler, Martin Lorentzon – συνιδρυτής και διευθυντής της Spotify, η περιουσία του οποίου αποτιμάται στα 5,8 δισ. δολάρια χάρη στην επένδυσή του στο streamer από τα αρχικά στάδια. Το δίδυμο ξεκίνησε να δημιουργήσει έναν μουσικό ιστότοπο που θα στηριζόταν οικονομικά στις διαφημίσεις με την ευκολία του iTunes, την ταχύτητα της Google, την κοινή χρήση του Facebook και την τεράστια μουσική βιβλιοθήκη (νόμιμη, όμως) του Napster.
Η πρόκληση από τη μια ήταν τεχνικής φύσεως και από την άλλη είχε να κάνει με τις συμφωνίες για δικαιώματα. Ο Ek επέμενε εμμονικά στο σχέδιό του: ένας ιστότοπος με απρόσκοπτη πρόσβαση τόσο από επιτραπέζιους υπολογιστές όσο και από smartphones – μια αγορά που αναπτυσσόταν ραγδαία. Οι μηχανικοί του δημιούργησαν ένα έξυπνο σύστημα διανομής χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό φυσικών servers, υπολογιστικού νέφους και τεχνολογίας ανταλλαγής αρχείων P2P που επέτρεπε σε εκατομμύρια χρήστες να έχουν πρόσβαση σε δεκάδες εκατομμύρια τραγούδια ταυτόχρονα.
Οι δικηγόροι αποδείχθηκαν πιο περίπλοκο ζήτημα. Τα χρόνια της ανεξέλεγκτης πειρατείας στο διαδίκτυο είχαν οδηγήσει τις δισκογραφικές εταιρείες στο να ζητάνε τρελά πράγματα για να παραχωρήσουν δικαιώματα – ειδικά όταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είχαν απέναντί τους μια δωρεάν υπηρεσία, που τα έσοδά της θα προέρχονταν από τη διαφήμιση. Αφού το Spotify έκανε το ντεμπούτο του στην Ευρώπη, ο Ek διαπραγματευόταν για περισσότερα από τρία χρόνια προκειμένου να αποκτήσει τα δικαιώματα που χρειαζόταν για να ξεκινήσει να λειτουργεί η υπηρεσία και στις ΗΠΑ. "Ο Daniel θα μπορούσε να μπει αγορά της Αμερική πολύ νωρίτερα, υπογράφοντας μια κακή συμφωνία που εντέλει θα κατέστρεφε την εταιρεία", λέει ο Parker. "Είχε την πυγμή να αντισταθεί σε εταιρείες και καλλιτέχνες που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν το Spotify".
Αυτή η πυγμή μετέτρεψε το Spotify σε χρυσωρυχείο – τόσο για τους αρχικούς επενδυτές όσο και για τη μουσική βιομηχανία στο σύνολό της, οι εταιρείες της οποίας διαπραγματεύονται σήμερα κοντά σε ιστορικά υψηλά. Η Warner Music Group έχει ενισχυθεί κατά 50% τους τελευταίους 12 μήνες, με την κεφαλαιοποίησή της να αποτιμάται στα 20 δισ. δολάρια. Η Universal, η οποία πρόσφατα διαχωρίστηκε από τον κολοσσό των ΜΜΕ Vivendi, αξίζει σχεδόν 50 δισ. δολάρια.
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι το Spotify διατήρησε τα πρωτεία του ακόμη και όταν μια τριάδα κολοσσών αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων –Apple, Alphabet, Amazon– λάνσαραν ανταγωνιστικά προϊόντα. "Η μεγάλη επιστροφή της Apple [στις αρχές της δεκαετίας του 2000] επικεντρώθηκε στο iPod – έχτισαν το brand σε απόλυτη συνάρτηση με τη μουσική", λέει ο Parker. "Λίγοι πίστευαν ότι το Spotify θα επιβίωνε με το iTunes προεγκατεστημένο σε δισεκατομμύρια iPhone και Mac". Φυσικά, η Apple παραμένει ισχυρός παίκτης στον χώρο, με περίπου 70 εκατομμύρια συνδρομητές το 2020 (το YouTube Music έχει περίπου 50 εκατομμύρια και το Amazon Music 55 εκατομμύρια). Ωστόσο, οι τρεις μεγάλες εταιρείες υπολείπονται κατά πολύ των 170 εκατ. πελατών –επί πληρωμή– του Spotify. Apple και Amazon δεν προσφέρουν μια δωρεάν –βασισμένη σε διαφημίσεις– επιλογή. Το Spotify την προσφέρει και έτσι προσελκύει επιπλέον 220 εκατομμύρια χρήστες. "Παλαιότερα, η προσφορά υπηρεσιών μουσικής που στηρίζονταν στη διαφήμιση ήταν απλώς ο δρόμος προς τις συνδρομές", επισημαίνει ο Richard Greenfield, συνεργάτης στην εταιρεία ερευνών για τα ΜΜΕ LightShed Partners. "Σήμερα είναι μια αυτόνομη επιχειρηματική δραστηριότητα –και, μάλιστα, μεγάλη– όπου το Spotify "παίζει" χωρίς ανταγωνισμό".
Η εταιρεία απέκτησε την πρωτοκαθεδρία της χάρη στο εύχρηστο προϊόν της που παίζει παντού, τις περίπου 4 δισεκατομμύρια playlists που μπορούν να διαμοιραστούν και το γεγονός ότι ήταν η πρώτη που προσέφερε ένα μοντέλο streaming που οι πελάτες προτιμούσαν σε σύγκριση με τα downloads επί πληρωμή ή την πειρατεία. Αποδείχθηκε επίσης ότι κρατάει τους χρήστες: όταν οι ακροατές δημιούργησαν τις μουσικές τους "βιβλιοθήκες”, δεν είχαν και πολλούς λόγους να στραφούν σε άλλη υπηρεσία. O σαφής προσανατολισμός και ο ξεκάθαρος στόχος συνέδραμαν επίσης. "Οι καλύτεροι επαγγελματίες του ήχου έρχονται στο Spotify επειδή είμαστε οι καλύτεροι σε αυτό τον τομέα. Για την Apple, η μουσική είναι η 27η προτεραιότητα", λέει ο Ek. "Αν θέλετε να κατασκευάσετε ένα αυτοοδηγούμενο όχημα, μην έρθετε σε εμάς".
Παρόλο που η Spotify έχει γίνει η νέα "Μέκκα της μουσικής”, τους τελευταίους 12 μήνες η μετοχή της έχει προσθέσει 4%, πολύ μακριά από τα κέρδη των S&P 500 και Nasdaq που ξεπερνούν το 30% στην ίδια περίοδο. Οι επενδυτές μισούν τα μικρά περιθώρια κέρδους του CD και τη μόχλευση των μεγάλων δισκογραφικών. Δεδομένου ότι η Spotify δεν είναι έχει την κυριότητα της μουσικής που μεταδίδει, το 70% από κάθε δολάριο εσόδων πηγαίνει στους κατόχους δικαιωμάτων (οι οποίοι στη συνέχεια, αποδίδουν τις αμοιβές στους καλλιτέχνες σύμφωνα με τα συμβόλαια που έχουν υπογράψει). Η Spotify δεν καταγράψει ποτέ κέρδη στο έτος. Πέρυσι οι ζημιές της τριπλασιάστηκαν, στα 713 εκατ. δολάρια. "Εστιάζω στην ταμειακή ροή. Είναι θετική και δεν εξαρτόμαστε από τους επενδυτές για να μας χρηματοδοτήσουν", λέει ο Ek ανασηκώνοντας τους ώμους. "Δεν είμαστε ακόμη κερδοφόροι, γιατί συνεχίζουμε να επενδύουμε. Θέλουμε να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε, επειδή στο βάθος του τούνελ είναι η μεγάλη επιβράβευση". Και ο Ek ποντάρει πολλά στα podcast για να βγει στο φως.

Η επιτυχία των podcast
Ένα τυχαίο γεγονός ήταν η "σπίθα” για τα podcast του Spotify. Το 2017, ο Ek παρατήρησε κάτι περίεργο σε μια τις κορυφαίες αγορές για την εταιρεία: τη Γερμανία. Labels από τον χώρο της μουσικής ανέβαζαν audio books, για να μεγιστοποιήσουν τον χρόνο του streaming. Το Spotify είχε φτιαχτεί για τρίλεπτα τραγούδια, όχι για κεφάλαια μυθιστορημάτων διάρκειας 30 λεπτών. Η εμπειρία για τον χρήστη ήταν φριχτή. To fast-forward και το rewind ήταν πολύπλοκα. Τα κεφάλαια ανακατεύονταν. Εντούτοις, κάποιοι τίτλοι έσπασαν τα charts και βρέθηκαν δίπλα στις τελευταίες pop επιτυχίες. "Είδαμε ότι μπορούσαμε να επεκταθούμε πέρα από τη μουσική", σημειώνει ο Ek.
Τα podcast, τομέας όπου η Apple κυριαρχούσε για πολύ καιρό, έμοιαζαν πλέον ώριμα για ριζικές αλλαγές. "Βασίζονταν ακόμα στο downloading. Η διαφήμιση και η αναζήτηση ήταν δυσκίνητες. Δεν ήταν εύκολο να αναπαράγει κάποιος το podcast στο αυτοκίνητό του ή στα ηχεία της "έξυπνης" συσκευής του", τονίζει ο Ek. "Συνειδητοποιήσαμε ότι όλα όσα είχαμε δημιουργήσει για τη μουσική θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στα podcast".
Το κομμάτι του podcast ξεκίνησε δειλά και με αποτυχία. Οι περισσότεροι έβλεπαν το Spotify αυστηρά ως μουσική εταιρεία. Έπειτα, ο Ek έκανε το μεγάλο βήμα. "Είπα στην ομάδα μας ότι θα δεσμεύαμε 1 δισ. δολάρια για το podcasting. Μου είπαν ότι 1 δισ. δεν άξιζε ολόκληρη η αγορά. Τους είπα: "Ε τότε, θα την κάνουμε να αξίζει"", λέει ο Ek γελώντας. "Το ποσό ήταν αρκετά μεγάλο για να μας δημιουργεί κάποιο φόβο. Δεν πόνταρα και όλη την εταιρεία στο εγχείρημα, αλλά το ποσό ήταν σημαντικό ώστε όλοι, συμπεριλαμβανομένων και εμάς, θα έπρεπε να πάρουν στα σοβαρά την κίνησή μας".

Η Spotify, μια "σκληροπυρηνική” εταιρία τεχνολογίας, έμπαινε τώρα "στα βαθιά” όσον αφορά το περιεχόμενο. Ο Ek προσέλαβε την Dawn Ostroff, μια βετεράνο από τον χώρο της τηλεόρασης που είχε διευθύνει τα δίκτυα UPN και CW στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και, αργότερα, ξεκίνησε να συνεργάζεται με την Condé Nast Entertainment για να συγκεντρώσει μια σειρά εκπομπών και να δημιουργήσει μια διαφημιστική μηχανή για την αξιοποίησή τους. Το 2019, η Spotify κατέβαλε 194 εκατ. δολάρια για το δίκτυο podcast της Gimlet Media, 55 εκατ. δολάρια για το στούντιο Parcast και 190 εκατ. δολάρια για το αθλητικό και πολιτιστικό δίκτυο του Bill Simmons, το Ringer. Η Spotify έδωσε 154 εκατ. δολάρια για λογισμικό εγγραφής εκπομπών στην Anchor και άλλα 236 εκατ. δολάρια για την αγορά του Megaphone, ενός δικτύου διανομής περιεχομένου και διαφημίσεων.
Το 2021, το Spotify προκάλεσε αίσθηση υπογράφοντας μια συμφωνία παραχώρησης δικαιωμάτων –ύψους 60 εκατ. δολαρίων– για το "Call Her Daddy” του Alex Cooper και 100 εκατ. δολαρίων για το "The Joe Rogan Experience” – την πιο δημοφιλή εκπομπή podcasting. (Το Spotify αρνήθηκε να σχολιάσει την αξία των συμφωνιών.) Ακολούθησαν συνεργασίες με A-listers όπως ο Μπαράκ και η Μισέλ Ομπάμα, ο πρίγκιπας Χάρι και η Μέγκαν Μαρκλ, η Κιμ Καρντάσιαν και η σκηνοθέτης Ava DuVernay. "Ήταν μια πολυεπίπεδη στρατηγική", λέει η Ostroff. "Έπρεπε να δημιουργήσουμε έναν κατάλογο με όσο το δυνατόν περισσότερα podcast, να προσελκύσουμε καθιερωμένους αστέρες του podcast και να κυνηγήσουμε κορυφαία ταλέντα που μπορούσαν να "δανείσουν" την τέχνη τους στο μέσο".
Τον Φεβρουάριο, το Spotify εγκαινίασε το διαφημιστικό του δίκτυο, δίνοντας τη δυνατότητα στα brands να προβάλλουν στοχευμένες διαφημίσεις τόσο στους ακροατές των αποκλειστικών εκπομπών του όσο και σε άλλους podcasters που το επιλέγουν. Ενώ η Apple είναι γνωστή για την φειδώ της στην ανταλλαγή δεδομένων, το Spotify κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, παρέχοντας μια δέσμη αναλυτικών εργαλείων ώστε οι εταιρείες και οι δημιουργοί να γνωρίζουν σε αριθμούς την αποτελεσματικότητα των εκστρατειών τους και να έχουν σαφείς πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του κοινού.
Οι podcasters λατρεύουν το Spotify. "Για να δανειστώ μια μεταφορά από το πρωτάθλημα του NCAA, [πριν το Spotify] ήμασταν ένα ανεξάρτητο πανεπιστήμιο που προσπαθούσε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες ομάδες στα Νοτιο-ανατολικά", λέει ο Bill Simmons. "Τώρα κάνουμε διπλάσιες εκπομπές από ό,τι πριν, ενώ η ποιότητα και η γκάμα των εκπομπών μας είναι απίστευτη".
Ο θησαυρός δεδομένων του Spotify είναι η πρόσθετη αξία του. "Είναι το πλεονέκτημά μας και μας δίνει γνώση για το μέλλον", τονίζει ο Simmons. "Μας υποδεικνύει τις κινήσεις που πρέπει να κάνουμε και τα πράγματα που κάνουμε λάθος". Όταν, στην αρχή, το podcast του Simmons για το εικονικό ποδόσφαιρο δεν είχε ικανοποιητικές επιδόσεις, τα δεδομένα αποκάλυψαν ότι οι ανταγωνιστές του είχαν προσελκύσει κοινό ξεκινώντας να μεταδίδουν επεισόδια πολύ πριν από την έναρξη της σεζόν του NFL (σ.σ.: το αμερικανικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου). Την επόμενη φορά, ο Simmons ξεκίνησε το πρόγραμμα νωρίτερα και ο αριθμός των ακροατών εκτοξεύτηκε στα ύψη. Η Lydia Polgreen, το αφεντικό της Gimlet Media, χρησιμοποίησε τις μετρήσεις του Spotify για να αναπτύξει podcast με πραγματικές ιστορίες εγκλημάτων, που συνδύαζαν το σκανδαλοθηρικό στοιχείο που ξετρέλαινε το κοινό με την υψηλής ποιότητας αφήγηση της Gimlet. (Οι κολοσσοί στον χώρο του βίντεο, Netflix και Amazon Prime, αξιοποιούν εδώ και καιρό τα δεδομένα για να εντοπίσουν πολλά υποσχόμενες πλοκές αλλά και αστέρες που θα πρωταγωνιστήσουν σε σειρές και ταινίες).
Ποιο ήταν το επόμενο βήμα; Νέα μοντέλα για την απόδοση εσόδων στους δημιουργούς, ώστε να αλληλεπιδρούν καλύτερα με τους θαυμαστές τους και να κερδίζουν χρήματα από αυτούς. Οι διαβαθμίσεις "δωρεάν" και "επί πληρωμή" του Spotify θα παραμείνουν, αλλά ο Ek θα προσθέσει περισσότερες επιλογές που θα επιτρέπουν στους δημιουργούς να χρεώνουν για αποκλειστικό περιεχόμενο, πρώιμη πρόσβαση και διαδραστικές εμπειρίες. Η βασική ιδέα δεν διαφέρει πολύ από άλλων ιστοσελίδων με μέλη όπως το Patreon ή το OnlyFans, απλώς είναι ειδικά προσαρμοσμένη σε περιεχόμενου ήχου. Μια πρόσφατη συμφωνία με το Shopify δίνει τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να πωλούν εισιτήρια και προϊόντα μέσω των σελίδων τους στο Spotify. Όποιο και αν είναι το μοντέλο, το Spotify παίρνει ένα ποσοστό από κάθε πώληση. Αυτή είναι μια νέα πηγή εσόδων, που δεν τη μοιράζεται με τις δισκογραφικές εταιρείες και τους εκδότες.
Με τα μουσικά podcast του Spotify να σημειώνουν επιτυχία, ο Ek στράφηκε και σε άλλες μορφές. Τον Νοέμβριο, αγόρασε το δίκτυο audio books Findaway για να ανταγωνιστεί το Audible, τον "ηγέτη” της αγοράς που ανήκει στην Amazon. Επίσης, αναπτύσσει podcast βίντεο.
To περασμένο καλοκαίρι, το Spotify λάνσαρε το προϊόν του με live περιεχόμενο, το Greenroom, ως απάντηση στο Clubhouse, μια εφαρμογή live συνομιλίας που γνώρισε μεγάλη επιτυχία κατά την πανδημίας. Αρχικά, ο Bill Simmons πίστευε ότι ο Ek κυνηγούσε μια μόδα. "Ο Ντάνιελ έκανε μια έξυπνη σκέψη. Είπε ότι είμαστε οι καλύτεροι στον ήχο. Αυτό μπορεί να είναι σημαντικό, μπορεί και όχι. Αλλά πρέπει να το κάνουμε, να φτιάξουμε την καλύτερη εκδοχή του live περιεχομένου και να δούμε αν "τραβάει"".
Ο Ek είναι περισσότερο ένας άνθρωπος που πειραματίζεται, που θέλει να κάνει το καλό καλύτερο, παρά ένας οραματιστής της τεχνολογίας με ένα στρατηγικό συμπαγές πλάνο. "Δεν έχω την καθαρή ματιά του Steve Jobs για το μέλλον", λέει ο ίδιος από το γεμάτο μικρόφωνα στούντιο podcast του Spotify. "Αλλά έχω έναν δρόμο. Εάν τον βαδίζουμε αρκετά γρήγορα, ξέρω πως στο τέλος θα φτάσουμε εκεί".
Διαβάστε ακόμη:
* Έτσι έγινε τόσο πλούσιος ο Jack Dorsey (και όχι, δεν το χρωστάει στο Twitter)