Του Νίκου Κωτσικόπουλου
Μία μεγάλη πρόκληση και μία μεγάλη ευκαιρία έχουν οι ελληνικές τράπεζες, που λειτουργεί ως αντίδοτο απέναντι στα χαμένα έσοδα από προμήθειες, οι οποίες έχουν καταργηθεί ή μειωθεί. Πρόκειται για τη δυνατότητά τους να αντικαταστήσουν ή και να ξεπεράσουν τα χαμένα έσοδα με προμήθειες και αμοιβές από τα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα και τη διαχείριση κεφαλαίων.
Με βάση τα τελευταία μέχρι τώρα στοιχεία εννεαμήνου 2024, οι 4 συστημικές τράπεζες είχαν έσοδα 1,418 δισ. ευρώ από αμοιβές και προμήθειες έναντι εσόδων 6,43 δισ. ευρώ από τόκους.
Παρά τις χρεώσεις σε συναλλαγές ή για τη χρήση ATM για παράδειγμα, οι ελληνικές τράπεζες είχαν συνολικά μικρό ποσοστό εσόδων από προμήθειες έναντι των εσόδων από τόκους, τόσο γιατί τα έσοδα των τόκων ήταν υψηλά, όσο και γιατί δεν έχουν εκμεταλλευθεί άλλες δυνατότητες. Έτσι προκύπτει ποσοστό εσόδων 17,27% στα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες ως προς τα λειτουργικά τους έσοδα.
Xαμηλότερο ποσοστό
Στα συγκριτικά στοιχεία του SSM για τις ευρωπαϊκές τράπεζες προκύπτει ότι αυτό είναι το τέταρτο χαμηλότερο ποσοστό εσόδων στην Ευρώπη μεταξύ τραπεζών σε 20 χώρες.
Η ευκαιρία και η πρόκληση ταυτόχρονα για να αυξηθούν αυτά τα έσοδα από άλλες πηγές όμως είναι ανοικτή, καθώς εκτιμάται ότι μόνο στο τελευταίο τρίμηνο αυξήθηκαν περίπου 7% τα κεφάλαια υπό διαχείριση των τραπεζών. Στο σύνολο του έτους η αύξηση των κεφαλαίων υπολογίζεται περίπου στο 40% για τα υπό διαχείριση κεφάλαια των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στο asset management, με τη διείσδυση να παραμένει ακόμη συγκριτικά χαμηλή σε αυτόν τον τομέα.
Οι συγκεκριμένες υπηρεσίες είναι πιο αποδοτικές για τις τράπεζες και τις θυγατρικές τους και καθώς η διείσδυση είναι ακόμα χαμηλή, τα κεφάλαια μπορούν να αυξηθούν. Ώθηση σε αυτόν τον τομέα μπορεί να δώσει η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ που περνά και στα επιτόκια καταθέσεων, υποχρεώνοντας μικρά και μεγάλα βαλάντια να εξετάσουν όλες τις πιθανές εναλλακτικές που έχουν.
Από τα παραδοσιακά Αμοιβαία Κεφάλαια μέχρι τα Αμοιβαία συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας Target Maturity, που έγιναν πολύ δημοφιλή ειδικά την τελευταία τριετία και είναι πλέον θεσμός. Τα Αμοιβαία αυτά δίνουν την ευκαιρία και σε πολύ μικρά κεφάλαια καταθετών να τοποθετηθούν σε σταθερούς τίτλους για μία πενταετία, που παλαιότερα έδιναν ακόμα και 3% ετήσια απόδοση, αλλά ασφαλώς με την πτώση των επιτοκίων οι ετήσιες αποδόσεις έχουν μειωθεί μεταξύ 1,5% έως και 2% ή λίγο παραπάνω.
Ωστόσο έχουν το πλεονέκτημα ότι δίνουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τις προθεσμιακές καταθέσεις και ειδικά για μικρά κεφάλαια από 5.000 ευρώ.
Την τελευταία τριετία άρχισαν να μετακινούνται κεφάλαια προς την αγορά των Αμοιβαίων και η τάση εντάθηκε πέρυσι. Υπολογίζεται ότι στα Αμοιβαία Κεφάλαια έχουν εισέλθει 8 δισ. ευρώ και ότι το μεγαλύτερο ποσοστό έχει τοποθετηθεί στη δημοφιλή κατηγορία των Target Maturity.
Τα υψηλότερα βαλάντια από την άλλη θα εξετάσουν οπωσδήποτε τις εναλλακτικές υπηρεσίες που μπορούν να βρουν στο asset management, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν καλύτερες αποδόσεις για τα κεφάλαιά τους, με τους τόκους να φθίνουν σε περιβάλλον αποκλιμάκωσης των επιτοκίων.
Ανεκμετάλλευτη αγορά
Οι ευκαιρίες και οι επιλογές είναι εδώ περισσότερες, αλλά και οι προμήθειες των τραπεζών και των θυγατρικών τους αντίστοιχα πιο αποδοτικές. Είναι μία μεγάλη ανεκμετάλλευτη αγορά. Το γεγονός εντόπισε η αμερικανική Jefferies στο report που εξέδωσε πρόσφατα έχοντας κάνει σχετική έρευνα στις ελληνικές τράπεζες. Στην ανάλυσή του ο οίκος παρατηρεί τη στροφή που έγινε προς το asset management με καθαρές πωλήσεις τον Δεκέμβριο 2024 στα 467 εκατ. ευρώ, έναντι 299 εκατ. ευρώ τον Νοέμβριο.
Δυνατό φινάλε στο τέλος της χρονιάς έκανε η Εθνική Τράπεζα που κατέγραψε τις μεγαλύτερες καθαρές ροές 430 εκατ. ευρώ ή περίπου το 16% του asset management. Η Εθνική έκανε δυναμική είσοδο, καθώς παραμένει ακόμα χαμηλά και σύμφωνα με τη Jefferies η Eurobank παραμένει στην πρώτη θέση έχοντας 26% μερίδιο στην αγορά, ενώ η Εθνική Τράπεζα το μικρότερο στο 14%.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες συνολικά αύξησαν περίπου κατά 4% τα υπό διαχείριση κεφάλαιά τους το 2024, είδαν καθαρές ροές ως ποσοστό των κεφαλαίων υπό διαχείριση.
Με καθαρές πωλήσεις και όχι λόγω της αύξησης των αποτιμήσεων οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είδαν τα διαχειριζόμενα κεφάλαιά τους να αυξάνονται κατά 4,8 δισ. ευρώ εντός του 2024. Πρόκειται για μεγάλη ετήσια αύξηση 60% και θα φέρει μεγάλη ενίσχυση στα έσοδα από προμήθειες των ελληνικών τραπεζών για το 2024.
Αλλά σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο αυτά τα ισχυρά έσοδα μπορούν να αυξηθούν περαιτέρω το 2025. Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων και το δέλεαρ των αυξημένων αποδόσεων λειτουργούν προς την κατεύθυνση αυτή προσελκύοντας κεφάλαια.
Δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου
Ο οίκος σχολιάζει τις δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου σημειώνοντας ότι οι προμήθειες είναι αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο στην Ε.Ε. και τη Νότια Ευρώπη επίσης. Ο μέσος όρος των ελληνικών τραπεζών είναι στις 55 μονάδες βάσης συνολικά, με την Πειραιώς να κινείται υψηλότερα των άλλων, με 74 μονάδες βάσης έναντι της Εθνικής, που κινείται στις 50 μονάδες βάσης, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του 2023.
Η Ελλάδα υστερεί έναντι του ευρωπαϊκού Νότου, της Ιταλίας και της Ισπανίας με το asset management να είναι περίπου στο 10% του ΑΕΠ, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου σχεδόν στο 35%. Συγκρίνοντας asset management και καταθέσεις των νοικοκυριών, η Ελλάδα βρίσκεται επίσης χαμηλότερα από Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, στο 10%, έναντι του μέσου ευρωπαϊκού όρου που είναι στο 46%.