Της Ελευθερίας Πιπεροπούλου
Από τις σπουδές του στην Κρήτη και τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα σε Ρότερνταμ και Ντουμπάι, μέχρι τη δημιουργία της InstaShop και την εξαγορά της από τη Delivery Hero έναντι 360 εκατ. δολαρίων — ένα από τα μεγαλύτερα exits ελληνικής startup — η πορεία του Γιάννη Τσιώρη, του νέου επενδυτή του Dragons’ Den Greece, αποτυπώνει με ακρίβεια τι σημαίνει να χτίζεις ένα success story από το μηδέν.
Ο Γιάννης Τσιώρης μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε Μηχανικός Παραγωγής και Διοίκησης στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Συνέχισε τις σπουδές του στο Erasmus University στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, ολοκληρώνοντας μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Η επαγγελματική του πορεία του ξεκίνησε στη Royal Philips Electronics, όπου αρχικά εντάχθηκε μέσω πρακτικής άσκησης. Μέσα σε δύο χρόνια ανέλαβε τη θέση του Global Competitive Intelligence Manager στα κεντρικά της εταιρείας και το 2013, μετά από εσωτερική μετάθεση, μετακόμισε στο Ντουμπάι, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του Marketing Intelligence Manager στην ίδια πολυεθνική.
Ωστόσο, παρά τον καλό μισθό, την σταθερότητα και την ασφάλεια, ένιωθε ότι κάτι του έλειπε. Όπως παραδέχεται ο ίδιος μιλώντας στο Capital.gr: "Ένιωθα ότι κάτι με εμπόδιζε να εξελιχθώ στον βαθμό και με τον ρυθμό που ήθελα. Τότε άρχισα να αφουγκράζομαι το πάθος που είχα να δημιουργήσω κάτι δικό μου και ξεκίνησε σταδιακά να ωριμάζει μέσα μου η ιδέα της επιχειρηματικότητας, με αποτέλεσμα να αφήσω πίσω μου τη σιγουριά μιας μεγάλης εταιρείας και να ιδρύσω την πρώτη μου startup”.
Ανατρέχοντας στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, δεν διστάζει να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του: "Είμαι ειλικρινά ευγνώμων για τα χρόνια που πέρασα στον πολυεθνικό χώρο”, λέει. Τα χαρακτηρίζει ως περίοδο γεμάτη "πολύτιμα μαθήματα και εμπειρίες” – στοιχεία που, όπως σημειώνει, εφαρμόζει μέχρι σήμερα. Η εμπειρία σε ένα τόσο μεγάλο και ώριμο οργανισμό του πρόσφερε βαθιά κατανόηση της αξίας των διαδικασιών. Ωστόσο, όπως εξηγεί, υπήρχε και η άλλη πλευρά: "Καταλαβαίνεις σε βάθος τη σημασία των διαδικασιών – αλλά, ταυτόχρονα, βλέπεις και πώς η υπερβολική τυποποίηση και η γραφειοκρατία κατεβάζουν την ταχύτητα και μειώνουν τον βαθμό καινοτομίας και την επιχειρηματική ευελιξία”.
Το πρώτο επιχειρηματικό εγχείρημα
Η πρώτη του επιχειρηματική απόπειρα ήταν το Vound, ένα πρωτοποριακό ηχητικό κοινωνικό δίκτυο που επέτρεπε στους χρήστες να δημιουργούν και να μοιράζονται ηχητικά αποσπάσματα διάρκειας 11 δευτερολέπτων, συνδυασμένα με εικόνες. Η ιδέα είχε αρκετό ενδιαφέρον και κατάφερε να αποκτήσει δεκάδες χιλιάδες ενεργούς χρήστες με πολύ καλό retention rate. Ωστόσο, παρά τη δυναμική που φαινόταν να έχει η εφαρμογή, στην πορεία εμφανίστηκαν σημαντικές προκλήσεις.
"Εκείνη την περίοδο ταξιδέψαμε μέχρι το Σαν Φρανσίσκο σε μια προσπάθεια να αναζητήσουμε χρηματοδότηση. Παρόλο που υπήρχε ενθουσιασμός γύρω από το προϊόν και θετική ανταπόκριση, δεν καταφέραμε να εξασφαλίσουμε την απαραίτητη επένδυση”. Όπως παραδέχεται ο κ. Τσιώρης, ούτε οι ίδιοι οι ιδρυτές διέθεταν τότε την εμπειρία ή το ιδανικό προφίλ που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη στους υποψήφιους επενδυτές. Παράλληλα, τα ταμειακά διαθέσιμα της εταιρείας είχαν περιοριστεί σημαντικά, ενώ και το επιχειρηματικό μοντέλο αποδείχθηκε αρκετά απαιτητικό, καθώς ένα κοινωνικό δίκτυο για να γίνει βιώσιμο οικονομικά πρέπει να φτάσει σε κλίμακα εκατομμυρίων χρηστών ώστε να αρχίσει να παράγει ουσιαστικά έσοδα.
"Ήταν ένα project που, αν και δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία, μου δίδαξε πάρα πολλά – τόσο για το πώς στήνεται ένα προϊόν όσο και για το πώς λειτουργεί το οικοσύστημα των startups”, σημειώνει ο κ. Τσιώρης. Ήταν, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, το καλύτερο "σχολείο” που θα μπορούσε να έχει πριν την InstaShop.
Η "γέννηση” του InstaShop
Η InstaShop γεννήθηκε από μία προσωπική ανάγκη του Γιάννη Τσιώρη: "Την περίοδο εκείνη, δούλευα ατελείωτες ώρες στο Vound και για να εξοικονομώ λίγο χρόνο, δεν πήγαινα ο ίδιος στο σούπερ μάρκετ αλλά παράγγελνα τα ψώνια μου τηλεφωνικά - μια αρκετά συνηθισμένη πρακτική στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα”.
Ωστόσο, η εμπειρία του ως πελάτης ήταν σχεδόν πάντα απογοητευτική. "Κάποιες φορές έπρεπε να καλέσω περισσότερες από μία φορές, άλλες φορές μου έφερναν λάθος προϊόντα ή υπήρχαν μεγάλες καθυστερήσεις ή απλά η παραγγελία δεν ερχόταν ποτέ. Συνολικά, το επίπεδο εξυπηρέτησης ήταν χαμηλό κι έτσι σκέφτηκα, ‘γιατί να μην υπάρχει μια εφαρμογή που, με λίγα μόνο κλικ, θα σου φέρνει τα ψώνια στην πόρτα σου μέσα σε 60 λεπτά;’. Και όχι απλώς να καλύπτει αυτήν την ανάγκη, αλλά να προσφέρει μια σημαντικά βελτιωμένη εμπειρία στον χρήστη της υπηρεσίας”.
Η ιδέα για μια τέτοια υπηρεσία ήταν εφικτή και για αρκετό καιρό ωρίμαζε στο μυαλό του. Το όραμά του ήταν να δημιουργήσει μια λύση που θα απλοποιούσε την καθημερινότητα των ανθρώπων και θα κάνει τις αγορές από σούπερ μάρκετ πιο εύκολες, πιο γρήγορες και πιο λειτουργικές.
Όπως περιγράφει, εκείνη την περίοδο είχε ήδη επενδύσει σημαντικό χρόνο και σχεδόν όλες του τις οικονομίες στο Vound, ενώ ταυτόχρονα χρωστούσε ένα δάνειο ύψους 100.000 δολαρίων. "Έφτασα σε ένα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι: να συνεχίσω με μια startup που παρουσίαζε σοβαρές δυσκολίες ή να στραφώ σε μια εντελώς καινούργια ιδέα που φαινόταν να έχει προοπτική”, ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τον Ιούνιο του 2015, πήρε την απόφαση να αφήσει πίσω το Vound –στο οποίο είχε αφοσιωθεί επί 17 μήνες δουλεύοντας 14 ώρες την ημέρα– και να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην InstaShop. "Ήταν μια από τις πιο δύσκολες, αλλά και πιο καθοριστικές αποφάσεις της ζωής μου”, παραδέχεται. Σήμερα, όπως λέει, μπορεί να πει με σιγουριά ότι η απόφαση ήταν σωστή. "Όχι μόνο μου βγήκε σε καλό, αλλά νιώθω πως τελικά δικαιώθηκα γιατί ήταν μια από τις πιο ψυχοφθόρες αποφάσεις που χρειάστηκε να πάρω ποτέ”. Το κλειδί της επιτυχίας της InstaShop, όπως εξηγεί, ήταν "η απόλυτη προσήλωση στην εμπειρία του χρήστη, η ταχύτητα και η αξιοπιστία στην εξυπηρέτηση, καθώς και η συνεχής προσαρμογή στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της αγοράς”.
Το deal των 360 εκατ. δολ.
Η εξαγορά της InstaShop από την Delivery Hero έναντι 360 εκατ. δολαρίων το 2020 αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα deals για ελληνική startup. Όπως σημειώνει, "αρχικά, δεν ήταν ποτέ στόχος μας να πουληθεί η εταιρεία – ήμασταν απόλυτα ικανοποιημένοι με το να συνεχίσουμε να την χτίζουμε”.
"Διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας με την Delivery Hero, μια γερμανική εταιρεία με βαθιά εμπειρία στον τομέα του delivery, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης και μέλος του δείκτη DACH και το πήγαμε ένα βήμα πιο πέρα”.
Η απόφαση για την εξαγορά δεν ήταν μονοσήμαντη. "Όταν ξεκινήσαμε τις συζητήσεις με τη Delivery Hero, διαπιστώσαμε πως υπήρχε ουσιαστική ταύτιση στη φιλοσοφία μας, στον τρόπο που δουλεύουμε και στον τρόπο που βλέπουμε την επιχειρηματικότητα”, εξηγεί. Οι δύο πλευρές μοιράζονταν κοινές αξίες, ενώ, όπως λέει, η Delivery Hero "είχε βαθιά κατανόηση των τοπικών αγορών και των brands και ήξερε πώς να τα αναπτύσσει σε μεγαλύτερη κλίμακα”. Αυτή η στρατηγική σύμπλευση, μαζί με την πρόσβαση σε σημαντικούς πόρους για περαιτέρω ανάπτυξη, έκανε τη συνεργασία να μοιάζει με το "φυσικό επόμενο βήμα για την InstaShop”.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υπογραμμίζει, η πορεία προς την εξαγορά δεν ήταν τυχαία. "Ήταν αποτέλεσμα αδιάκοπης δουλειάς και στρατηγικής σκέψης”, αναφέρει, επισημαίνοντας πως μαζί με την ομάδα δημιούργησαν μια υγιή και ραγδαία αναπτυσσόμενη επιχείρηση, με αρχική επένδυση ύψους 6,5 εκατ. δολαρίων, αποδίδοντας στους μετόχους μέση απόδοση 55 φορές πάνω από το αρχικό τους κεφάλαιο.
Για τον ίδιο, η εμπειρία αυτή αποτέλεσε κορύφωση μιας διαδρομής γεμάτης προκλήσεις. "Ήταν μια διαδικασία γεμάτη προκλήσεις, αλλά και μεγάλη ικανοποίηση, βλέποντας αυτό που χτίσαμε με τόσο κόπο να μεγαλώνει, να αναγνωρίζεται και να εκτιμάται σε διεθνές επίπεδο”, λέει.
Νέα επιχειρηματικά μονοπάτια και επενδύσεις σε startups
Μετά την ολοκλήρωση του κύκλου του στην InstaShop, ο ίδιος επέλεξε να στραφεί σε ένα νέο, φιλόδοξο εγχείρημα. Ίδρυσε τη Revotech – μια τεχνολογική εταιρεία "με φιλόδοξο όραμα”. Η νέα του αυτή πρωτοβουλία εστιάζει στην ανάπτυξη τεχνολογιών που σχετίζονται με τον τομέα της υγείας. "Η υγεία είναι μακράν το πιο πολύτιμο αγαθό που έχει ο καθένας μας”, σημειώνει, τονίζοντας πως στόχος της Revotech είναι να αξιοποιήσει "τον συνδυασμό διαφορετικών τεχνολογιών και την εφαρμογή τους με καινοτόμο τρόπο” ώστε "οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας να εντοπίζεται το νωρίτερο δυνατόν” – κάτι που, όπως επισημαίνει, καθιστά σημαντικά πιο εύκολη και οικονομική τη διαχείριση ή ακόμη και την εξάλειψή του.
Παράλληλα, συνεχίζει να στηρίζει ενεργά την επιχειρηματικότητα. "Παραμένω ενεργός – τόσο ως επενδυτής όσο και ως μέντορας”, λέει, αναφέροντας πως μέχρι σήμερα έχει υποστηρίξει δεκάδες νέους επιχειρηματίες με καθοδήγηση, ενώ "έχουμε επενδύσει σε πάνω από 30 startups στην Ελλάδα και ανά τον κόσμο”.
Ερωτηθείς πώς ξεκίνησε να επενδύει σε startups, απαντά με ειλικρίνεια: "Η πιο απλή απάντηση είναι πως ταυτίζομαι με τους ιδρυτές startup”. Η σχέση του με τον χώρο δεν είναι μόνο επιχειρηματική· είναι βιωματική. "Αντλώ ενέργεια με το να βοηθάω νέους επιχειρηματίες – εφόσον έχουν κοπιάσει φυσικά και έχουν αποδείξει πως το αξίζουν”, εξηγεί. Παραδέχεται ότι του αρέσει ο χώρος της τεχνολογίας και δεν κρύβει πως "φυσικά ελπίζω και σε μια θετική οικονομική έκβαση, τουλάχιστον σε κάποιες από τις επενδύσεις”.
Όσο για τα κριτήρια που τον οδηγούν να επενδύσει σε μια εταιρεία, είναι συγκεκριμένα: "Το ιδανικό είναι η startup να έχει έντονο το στοιχείο της τεχνολογίας”, σημειώνει. Παράλληλα, θέλει να βλέπει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που υπάρχει ήδη – έστω και σε πρώιμη μορφή. "Να υπάρχει ένας μικρός και αυξανόμενος αριθμός πελατών ή χρηστών – και άρα και κάποια μικρά έσοδα”, λέει.
Δίνει επίσης σημασία στη δυνατότητα κλιμάκωσης: "Η φύση του προϊόντος ή της υπηρεσίας να είναι τέτοια ώστε να μπορεί σχετικά εύκολα να επεκταθεί σε πολλές γεωγραφίες με μικρό κόστος”. Ιδανικά, θέλει να πρόκειται για κάτι που τον αφορά προσωπικά ή που τον ενθουσιάζει αρκετά ώστε να θέλει να εμβαθύνει. Πάνω απ’ όλα όμως, δίνει βάση στην ομάδα: "Η ιδρυτική ομάδα πρέπει να είναι εξαιρετικά επαγγελματική, με πολύ μεράκι και διάθεση να μάθει – να είναι σμιλέψιμη”, υπογραμμίζει.
Ωστόσο, αυτό που πραγματικά κινητοποιεί τον Γιάννη Τσιώρη παραμένει η δημιουργία. "Αυτό το οποίο με ενθουσιάζει και το οποίο με κάνει να ξυπνάω με όρεξη κάθε μέρα, δεν είναι τόσο οι επενδύσεις, αλλά το να δημιουργώ κάτι καινούργιο εξ αρχής – κάτι που φιλοδοξώ να έχει θετικό αντίκτυπο στην υγεία και τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων”, καταλήγει.