της Ελευθερίας Κούρταλη
Οι επενδυτές περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ για τους δασμούς, πόσα άλλα μπρος-πίσω θα υπάρξουν, πώς εξελίσσεται ο εμπορικός πόλεμος και το "παιχνίδι ισχύος" μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ενώ είναι ξεκάθαρο πως αυτό που κινεί τις αγορές αυτή τη στιγμή είναι οι... τίτλοι ειδήσεων γύρω από την εμπορική πολιτική. Συνεπώς, η αβεβαιότητα είναι εδώ, που σημαίνει ότι οι κίνδυνοι για την οικονομία και οι αναταραχές στις αγορές δεν έχουν τελειώσει.
Την τελευταία εβδομάδα τα πράγματα ήταν σαφώς πιο ήρεμα, αν και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη χαμηλή συναλλακτική δραστηριότητα και στους μειωμένους ρυθμούς που επικρατούν συνήθως στις αγορές εν όψει του Πάσχα, ωστόσο οι νέες απειλές Τραμπ προς την Κίνα δεν έλειψαν. "Εξακολουθώ να ανησυχώ ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά εφησυχάζουν από μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας", όπως σημειώνει ο Michael Brown, στρατηγικός αναλυτής στην Pepperstone. "Όχι μόνο παραμένει άφθονη η εμπορική αβεβαιότητα, αλλά δεν έχουμε ακόμη υπολογίσει πλήρως ούτε την άνοδο του πληθωρισμού ούτε το μέγεθος των κινδύνων στην ανάπτυξη που θα φέρουν οι δασμοί στην οικονομία των ΗΠΑ και παγκοσμίως", επισημαίνει.
Επιπλέον, η απειλή μιας "βόμβας" με τη μορφή μιας ανάρτησης του Τραμπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνεχίζει να... παραμονεύει στην επόμενη γωνία, διατηρώντας τη νευρικότητα στις αγορές. Αυτό που απομένει είναι μια αυξανόμενη αίσθηση αβεβαιότητας. "Ακόμα και το 90ήμερο μορατόριουμ σε πολλούς δασμούς αποτελεί μόνο μια μικρή ανακούφιση, επειδή κανείς δεν ξέρει αν και πότε ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα αλλάξει ξανά γνώμη", όπως σημειώνει η DZ Bank.
Κρίση εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ
Όπως σχολιάζουν οι αναλυτές, η ζημιά που προκάλεσε ο Τραμπ στην αντίληψη των διεθνών επενδυτών προς τις ΗΠΑ, παρά το όποιο ράλι ακολούθησε το βίαιο sell-off και τις όποιες υποχωρήσεις έκανε ο ίδιος, δύσκολα αντιστρέφεται. Και αυτό αντανακλάται πλήρως τόσο στην αγορά των αμερικανικών ομολόγων όσο και στην εικόνα κατάρρευσης του δολαρίου, τους δύο στυλοβάτες του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Η ριψοκίνδυνη πολιτική Τραμπ, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του και ο "σεισμός" που έχει προκαλέσει στις αγορές έχουν μετατρέψει τον εξαιρετισμό των ΗΠΑ σε "αποκήρυξη των ΗΠΑ", σημείωσε χαρακτηριστικά η Bank of America. Μάλιστα, συνέστησε στους επενδυτές να πουλήσουν σε τυχόν ράλι του δείκτη S&P 500 μέχρι να παρέμβει η Fed, και οι ΗΠΑ και η Κίνα αποκλιμακώσουν τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο. "Συνιστούμε short θέση στις μετοχές μέχρι ο S&P 500 να φτάσει τις 4.800 μονάδες", όπως τόνισε.
"Ο κόσμος αντιμετωπίζει μια κρίση εμπιστοσύνης στο δολάριο, καθώς οι επιπτώσεις της Ημέρας της Απελευθέρωσης συνεχίζουν να αντηχούν. Αυτό ενδεχομένως σηματοδοτεί το μεγαλύτερο σοκ για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό και εμπορικό σύστημα από την κατάρρευση του Bretton Woods το 1971", σημειώνει η Deutsche Bank. "Αν και η 90ήμερη αναστολή των δασμών του Τραμπ και οι επακόλουθες εξαιρέσεις έχουν μειώσει τις επιπτώσεις, έχει ήδη γίνει μεγάλη ζημιά χάρη στα ακραία επίπεδα αβεβαιότητας σχετικά με την αξιοπιστία και την κατεύθυνση της χάραξης πολιτικής. Το υπερβολικό προνόμιο των ΗΠΑ να μπορούν να χρηματοδοτούν άνετα τα δίδυμα ελλείμματά τους είναι ίσως η μεγαλύτερη συνέπεια των πρόσφατων γεγονότων και μπορεί τελικά να καθορίσει σε ποιο βαθμό η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι σε θέση να συνεχίσει αυτή την πολιτική", προσθέτει.
Η αποσύνδεση ΗΠΑ/Κίνας ήταν ένα σενάριο που είχαν προβλέψει οι αναλυτές έπειτα από τη νίκη Τραμπ στις εκλογές, αλλά η δραματική αύξηση των δασμών των ΗΠΑ μεταξύ των δύο χωρών κινδυνεύει να μετατρέψει τον εμπορικό πόλεμο σε οικονομικό. "Διακυβεύεται η κινεζική ιδιοκτησία αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων, τόσο στο επίσημο όσο και στο ιδιωτικό μέτωπο. Αυτό θα ισχύει ιδιαίτερα εάν οι ΗΠΑ συνεχίσουν να περιορίζουν περαιτέρω τις κινεζικές εξαγωγές μέσω διαπραγματεύσεων με τους εμπορικούς εταίρους της Ουάσινγκτον, αφήνοντας τον υπόλοιπο κόσμο να πρέπει να επιλέξει μεταξύ των δύο χωρών", επισημαίνει η γερμανική τράπεζα.
Οι επενδυτές δεν έχουν υπάρξει ποτέ τόσο bearish
Το επενδυτικό κλίμα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές είναι το πιο αρνητικό εδώ και τρεις δεκαετίες, ωστόσο η απαισιοδοξία των διαχειριστών κεφαλαίων δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στην κατανομή των περιουσιακών τους στοιχείων, κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει περισσότερες απώλειες για τις αμερικανικές μετοχές, όπως έδειξε νέα έρευνα της Bank of America σε διεθνή funds.
Το 82% των συμμετεχόντων στην έρευνα πιστεύει ότι η παγκόσμια οικονομία θα αποδυναμωθεί τον επόμενο χρόνο, το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί ποτέ, λόγω των αυξήσεων των δασμών της κυβέρνησης Τραμπ. Οι επενδυτές είναι πιο απαισιόδοξοι για την ανάπτυξη των ΗΠΑ, την οποία το 89% αναμένει να επιβραδυνθεί βραχυπρόθεσμα, ενώ μόνο ένα 4% αναμένει ασθενέστερη ανάπτυξη στην Κίνα, δεδομένων των ελπίδων για τόνωση της οικονομίας. Οι φόβοι για ύφεση αυξάνονται, με το 49% να βλέπει μια απότομη προσγείωση ως το πιο πιθανό σενάριο για την παγκόσμια οικονομία τούς επόμενους 12 μήνες, από μόλις 11% τον προηγούμενο μήνα.
Οι διαχειριστές κεφαλαίων είναι "μέγιστα αρνητικοί σε μακροοικονομικό πλαίσιο, αλλά όχι ακόμη σε επίπεδο αγορών", όπως σχολιάζει ο επικεφαλής αναλυτής της BofA, Michael Hartnett. "Η "κορύφωση του φόβου" δεν αντικατοπτρίζεται ακόμη στις θέσεις των επενδυτών σε μετρητά, οι οποίες επί του παρόντος ανέρχονται στο 4,8% των περιουσιακών στοιχείων και θα πρέπει να αυξηθούν στο 6% ώστε να δείξουν κάτι τέτοιο.
Η υψηλή αβεβαιότητα γύρω από την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ και η απότομη αύξηση της μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αναστατώσει τους επενδυτές. Οι ερωτηθέντες είναι κατά 36% underweight στις αμερικανικές μετοχές, από 17% που ήταν τον Φεβρουάριο, η μεγαλύτερη πτώση που έχει σημειωθεί ποτέ σε δύο μήνες. Η στάση των επενδυτών έχει επίσης επιδεινωθεί στην Ευρώπη, με το 19% να αναμένει βραχυπρόθεσμα κέρδη για τις ευρωπαϊκές μετοχές, από 30% τον περασμένο μήνα, ενώ το 56% προβλέπει ανοδική πορεία τούς επόμενους 12 μήνες, από 67% πριν.
Ένα αυτοπροκαλούμενο οικονομικό σοκ
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες ο κόσμος βιώνει μια βόλτα με το τρενάκι του τρόμου, αν και το χειρότερο σενάριο για τους δασμούς φαίνεται να έχει αποφευχθεί, σημειώνει η ING. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ υψηλότερα επίπεδα δασμών τώρα από ό,τι είχαμε πριν από την "Ημέρα Απελευθέρωσης". Ακόμα και με την παύση των 90 ημερών, η τρέχουσα κλιμάκωση θα επαναφέρει τους παγκόσμιους δασμούς στα επίπεδα που είδαμε τελευταία φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1930 – το τελευταίο επεισόδιο ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε ένας πρόεδρος των ΗΠΑ με τον νόμο Smoot-Hawley. "Και όλοι ξέρουμε πώς τελείωσε", τονίζει ο ολλανδικός οίκος.
Είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν νικητές στους εμπορικούς πολέμους, μόνο ηττημένοι, αλλά κάποιοι χάνουν περισσότερο από άλλους. Αυτή τη στιγμή ο αντίκτυπος των ανακοινωθέντων δασμών θα είναι σαφώς πληθωριστικός και πιθανώς υφεσιακός στις ΗΠΑ. Επίσης, είναι απίθανο να αυξηθούν και τα κρατικά έσοδα και οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση να επιστρέψουν στις ΗΠΑ.
Κατά την ING, πολλά θα εξαρτηθούν από την προθυμία της Fed να αντιμετωπίσει και να μετριάσει το αυτοπροκαλούμενο οικονομικό σοκ στην οικονομία. Και αν ο Τραμπ θα επιτύχει ή όχι τις φορολογικές περικοπές που έχει υποσχεθεί. Στην Ευρώπη και σε πολλούς άλλους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ το σοκ των δασμών είναι πιθανό να είναι υφεσιακό και αποπληθωριστικό, συμπληρώνει ο οίκος. Ο αντίκτυπος σε έναν ήδη αδύναμο εξαγωγικό κλάδο είναι αρκετά ξεκάθαρος. Αυτό που είναι πιο περίπλοκο να αξιολογηθεί είναι ο έμμεσος αντίκτυπος μέσω των πληγμάτων εμπιστοσύνης τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις εταιρείες.
Τεράστιες συνέπειες για οικονομία - αγορές
Αφού οι πολύ υψηλοί αμοιβαίοι δασμολογικοί συντελεστές και η εφαρμογή τους με διάφορες αλλαγές αναστάτωσαν τις αγορές, ενεργοποιήθηκε ένα προσωρινό "Trump put", με παύση 90 ημερών και αύξηση των δασμών κατά 10% μόνο για πολλές χώρες εκτός Κίνας, επισημαίνει η Citigroup. Αυτό έφερε κάποια ανάπαυλα από την ενδοημερήσια αστάθεια στις αγορές σταθερού εισοδήματος και μετοχών, η οποία παραλληλίστηκε με συνθήκες παρόμοιες με την COVID και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Ωστόσο τα πράγματα για την οικονομία και τις αγορές παραμένουν δύσκολα και επικίνδυνα, επισημαίνει η αμερικανική τράπεζα.
Οι δασμοί αποτελούν αρνητικό σοκ προσφοράς, που πιθανότατα θα οδηγήσει σε αυξημένο πληθωρισμό και μειωμένη οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ, όπως εκτιμά η Citi. Το βασικό της σενάριο προβλέπει ότι ο δομικός πληθωρισμός PCE θα φτάσει το 3,5% μέχρι το τέλος του έτους, με την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο τέταρτο τρίμηνο να επιβραδύνεται σχεδόν στο μηδέν. Κατά συνέπεια, αναμένει ότι το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί στο 5,1% μέχρι το τέλος του έτους. Η Fed αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση και η Citi αναμένει να ανταποκριθεί στην αποδυνάμωση της οικονομίας με μειώσεις των επιτοκίων, οι οποίες ενδεχομένως θα ξεκινήσουν τον Μάιο, φτάνοντας συνολικά τις 125 μονάδες βάσης φέτος.
Η Citi αναμένει επίσης ότι οι δασμοί των ΗΠΑ θα έχουν σημαντικές, αλληλένδετες συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία. Βραχυπρόθεσμα, αναμένει καθοδική πίεση στην οικονομική δραστηριότητα λόγω αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης, ενός άμεσου αρνητικού σοκ ζήτησης από τους δασμούς και ενός έμμεσου σοκ αβεβαιότητας από τις ασταθείς ανακοινώσεις πολιτικής. Αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών της ενέργειας, πιθανότατα θα οδηγήσει σε μείωση του πληθωρισμού. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, αναμένει μια στροφή προς ένα μοντέλο ανάπτυξης στην Ευρώπη που θα καθοδηγείται περισσότερο από την εγχώρια αγορά, η οποία ενδεχομένως θα οδηγήσει σε υψηλότερα πραγματικά επιτόκια και πληθωρισμό.
Υπό το πρίσμα των πρόσφατων ανακοινώσεων Τραμπ και της επακόλουθης αστάθειας της αγοράς, η Citi μείωσε τον ετήσιο στόχο για τον S&P 500 στις 5.800 μονάδες, αντανακλώντας μια μείωση στην εκτίμησή της για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) του 2025 στα 255 δολάρια. Το βασικό της σενάριο υποθέτει μια διαπραγμάτευση προς έναν βασικό δασμό 10% συν 60% για την Κίνα, που οδηγεί σε επιβράδυνση της ανάπτυξης και ήπια ύφεση.
Ο διευθύνων σύμβουλος της BlackRock, του μεγαλύτερου διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο, προειδοποίησε ότι "οι ΗΠΑ είναι πολύ κοντά σε ύφεση και μπορεί, μάλιστα, να βρίσκονται ήδη σε ύφεση". Όπως τόνισε o Larry Fink, "αυτό που βιώνουμε δεν είναι μια πανδημία, δεν είναι μια χρηματοπιστωτική κρίση, είναι κάτι που εμείς δημιουργήσαμε", διαμηνύοντας στον Τραμπ να κυνηγήσει μια εμπορική συμφωνία με την Κίνα.
Από την πλευρά της, η J.P. Morgan προειδοποιεί ότι η μεταβλητότητα θα συνεχιστεί, όπως και οι διορθώσεις στις αγορές, και επομένως δεν βλέπει ανάκαμψη των αγορών από τον "σεισμό" Τραμπ πριν από το β’ εξάμηνο του έτους. Ακόμα και υπό το πρίσμα της τελευταίας 90ήμερης αναστολής των δασμών για τις χώρες που δεν θα επιβάλουν αντίποινα και των εξαιρέσεων για τα ηλεκτρονικά είδη, μέρος της ζημιάς στην εταιρική και καταναλωτική εμπιστοσύνη θα παραμείνει, δεδομένων αυτών των άγριων διακυμάνσεων, και είναι δύσκολο να ξαναδούμε τα πρόσφατα υψηλά των αγορών, εκτιμά η αμερικανική τράπεζα.
Έτσι κι αλλιώς, οι καθολικοί δασμοί 10% εξακολουθούν να ισχύουν, καθώς και οι πρόσθετοι δασμοί στην Κίνα, οι οποίοι είναι πολύ υψηλότεροι από ό,τι οι περισσότεροι προέβλεπαν, και αυτό προστίθεται στα διάφορα αντίποινα. Αυτό είναι ένα ήδη πολύ χειρότερο σκηνικό από ό,τι ανέμεναν οι περισσότεροι στην αρχή του έτους και, σε σχέση με αυτό, οι κύριοι παγκόσμιοι χρηματιστηριακοί δείκτες έχουν υποχωρήσει λίγο σε ετήσια βάση. Καθώς η δραστηριότητα είχε ήδη εξασθενήσει πριν από την "Ημέρα της Απελευθέρωσης", η αγορά πιθανότατα δεν έχει αντιδράσει υπερβολικά στην καθοδική πορεία.
Έτσι, η J.P. Morgan παραμένει επιφυλακτική, συνεχίζοντας να εκτιμά ότι στο πρώτο εξάμηνο πρέπει πρώτα να αφομοιωθεί η αβεβαιότητα για το εμπόριο, η οποία θα συνεχίσει να επηρεάζει αγορές, πριν από μια ενδεχομένως πιο ανοδική στάση στο δεύτερο εξάμηνο.
Και η UBS παραμένει ιδιαίτερα επιφυλακτική, ενώ συστήνει στους επενδυτές να πουλάνε σε κάθε ράλι, μέχρι να υπάρξει περισσότερη ορατότητα. "Ο Τραμπ έκανε πίσω, αλλά η ζημιά δεν διορθώνεται πλήρως", τόνισε ο ελβετικός οίκος. "Αν και έχουμε μια 90ήμερη αναστολή, δεν είναι σαφές ότι οι αμοιβαίοι δασμοί δεν θα αυξηθούν ξανά", πρόσθεσε, τη στιγμή που ο δασμολογικός συντελεστής των ΗΠΑ παραμένει στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και πάνω από 100 χρόνια. Η UBS θεωρεί ότι η αβεβαιότητα θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και δεν "πιστεύει" στο ράλι των αγορών. "Ακόμα και οι μειωμένοι δασμοί υποδηλώνουν σοβαρό πλήγμα στην ανάπτυξη. Συνιστούμε στους επενδυτές την πώληση των ράλι στις μετοχές μέχρι να υπάρξει ορατότητα και βεβαιότητα", όπως σημείωσε.