Του Paul Iddon
Όσο το Ισραήλ και το Ιράν συγκρούονταν στον "Πόλεμο των 12 Ημερών", ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνέχιζε την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του, αποκτώντας προηγμένα αμυντικά συστήματα είτε ξένα είτε εγχώριας παραγωγής.
Λίγες ημέρες μετά την έναρξη της ισραηλινής επίθεσης κατά του Ιράν, ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι η Τουρκία "εξετάζει την παραγωγή της για να ενισχύσει το οπλοστάσιό της με πυραύλους μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς σε τέτοιο επίπεδο που να εξασφαλίζει την αποτροπή, υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων".
"Θεού θέλοντος, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, θα φτάσουμε σε μια αμυντική ικανότητα που θα είναι τόσο ισχυρή που κανείς δεν θα τολμήσει καν να δράσει εναντίον μας", είπε ο Ερντογάν.
Η Τουρκία διαθέτει συστήματα αεράμυνας και επιθετικούς βαλλιστικούς πυραύλους. Η αναφορά του Ερντογάν σε "αμυντική ικανότητα" μπορεί να αναφέρεται στο ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο εθνικό σύστημα αεράμυνας "Steel Dome" που αναπτύσσει η Τουρκία. Όπως και να 'χει, η σύρραξη Ισραήλ-Ιράν ίσως έπεισε την Άγκυρα ότι χρειάζεται περισσότερους βαλλιστικούς πυραύλους.
Οι ρίζες του εν ισχύ προγράμματος βαλλιστικών πυραύλων της Τουρκίας ανάγονται στη δεκαετία του 1990, όταν η Κίνα αδειοδότησε την Τουρκία να παράγει τον πύραυλο Β-611, παρέχοντας στην Άγκυρα την τεχνογνωσία για να αναπτύξει τους δικούς της βαλλιστικούς πυραύλους με την πάροδο του χρόνου. Το 2017 η Τουρκία παρουσίασε τον βαλλιστικό πύραυλο μικρού βεληνεκούς Bora-1. Τον Οκτώβριο του 2022 και τον Φεβρουάριο του 2025 η Άγκυρα πραγματοποίησε δοκιμαστικές εκτοξεύσεις του βαλλιστικού πυραύλου Tayfun, στη Μαύρη Θάλασσα. Τον Νοέμβριο του 2022 η Τουρκία συμφώνησε να παραδώσει στην Ινδονησία πυραύλους Khan, την "εξαγωγική" έκδοση του Bora-1. Η Άγκυρα αναπτύσσει επίσης έναν βαλλιστικό πύραυλο μεσαίου βεληνεκούς, γνωστό ως Cenk (στα τουρκικά ο "πόλεμος"), που θα αυξήσει σημαντικά την εμβέλεια του επιθετικού της οπλοστασίου.
Τυχόν αύξηση στην παραγωγή βαλλιστικών πυραύλων από πλευράς Τουρκίας αναμένεται να προσελκύσει εντονότερο ενδιαφέρον από ξένους αγοραστές, αφού όλο και περισσότερα κράτη επιδιώκουν να αναβαθμίσουν τα οπλοστάσιά τους εν μέσω κλιμάκωσης της γεωπολιτικής αβεβαιότητας σε όλο τον κόσμο. Με το ιρανικό οπλοστάσιο βαλλιστικών πυραύλων, που παραμένει το ισχυρότερο στη Μέση Ανατολή, να έχει πληγεί μετά τον "Πόλεμο των 12 Ημερών", δεν είναι απίθανο αν η Άγκυρα αυξήσει την παραγωγή της, να δημιουργήσει ένα οπλοστάσιο εφάμιλλο ή και ισχυρότερο σε σύγκριση με της Τεχεράνης - ιδίως αν το Ισραήλ επιτεθεί ξανά. Όπως έγινε και με τα τουρκικά drones, η Άγκυρα συγκεντρώνει μεγαλύτερες πιθανότητες να συνάψει συμφωνίες με ξένους αγοραστές για τους πυραύλους της απ' ό,τι η Τεχεράνη, αφού η τελευταία εξάγει βαλλιστικούς πυραύλους μόνο στη Μόσχα.
Βέβαια, ο Ερντογάν δεν σκοπεύει "να βάλει όλα τα αυγά του στο καλάθι των βαλλιστικών πυραύλων" και κατανοεί ότι μια εξελιγμένη αμυντική ικανότητα είναι ουσιαστικά αποτρεπτική.
Ο Τούρκος πρόεδρος προανήγγειλε πέρυσι πως η Τουρκία θα αποκτήσει το δικό της αντιπυραυλικό αμυντικό σύστημα, το Steel Dome, που το σύγκρινε μάλιστα με το "Iron Dome" του Ισραήλ. Η Τουρκία ήδη αναπτύσσει και παράγει μια σειρά από αμυντικά συστήματα μικρού έως μεγάλου βεληνεκούς. Παράλληλα, "τρέχει" το αντιαεροπορικό σύστημα μεγάλου βεληνεκούς Siper, που η τωρινή επιχειρησιακή του έκδοση στερείται αντιβαλλιστικής ικανότητας. Επιπλέον, οι S-400 που έχει αγοράσει η Τουρκία από τη Ρωσία δεν ενσωματώνονται στο "Steel Dome".
Στην Τουρκία σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητη η επιτυχής εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων από το Ισραήλ που εξουδετέρωσε την αεράμυνα της Τεχεράνης, που περιελάμβανε τους ρωσικούς S-300 και τους ιρανικής κατασκευής Bavar-373.
Καθώς η αεράμυνα του Ιράν δεν κατάφερε να αναχαιτίσει κανένα ισραηλινό μαχητικό αεροσκάφος που επιχειρούσε βαθιά στον εναέριο χώρο της Ισλαμικής Δημοκρατίας, ο Ερντογάν ζήτησε και πάλι από τον Γάλλο ομόλογό του Εμανουέλ Μακρόν να εξουσιοδοτήσει την Τουρκία να προχωρήσει στη συμπαραγωγή μιας έκδοσης του πυραυλικού συστήματος αεράμυνας SAMP/T. Η ενσωμάτωση του SAMP/T στο "Steel Dome" θα ενίσχυε σημαντικά την αντιβαλλιστική άμυνα της Τουρκίας καθώς και τη συνολική συμβατότητά της με την αεράμυνα του ΝΑΤΟ, κάτι που η Άγκυρα δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει με τους ρωσικούς S-400.
Εκτός από την ενίσχυση του πυραυλικού του οπλοστασίου, ο Ερντογάν πιέζει για την αναβάθμιση της πολεμικής του αεροπορίας. Παλαιότερες πολιτικές αποφάσεις, όπως η αμφιλεγόμενη απόκτηση των S-400 το 2019, έχουν επηρεάσει τον εκσυγχρονισμό της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Όχι μόνο η Τουρκία "μπλοκαρίστηκε" από το να αγοράσει τα F-35 Lightning II 5ης γενιάς, αλλά βρήκε εμπόδια και στην αναβάθμιση του στόλου των F-16 (το αίτημα που κατέθεσε το 2021 για σύγχρονα F-16 Block 70 δεν εγκρίθηκε παρά μόνο αφού η Άγκυρα είπε "ναι" στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ). Επιπλέον η Γερμανία δεν ήταν πρόθυμη να εγκρίνει την απόκτηση του Eurofighter Typhoon από την Τουρκία και, ως μέλος της κοινοπραξίας που το αναπτύσσει, θα μπορούσε να θέσει βέτο σε οποιαδήποτε εξαγωγή του μαχητικού.
Όλα αυτά φαίνεται πως έχουν αρχίσει να αλλάζουν υπέρ της Άγκυρας.
Σε συνέντευξή του σε τουρκικά ΜΜΕ που δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουνίου, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Τουρκία Τομ Μπάρακ εξέφρασε την πεποίθησή του ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί λύση στο ζήτημα των F-35 "μέχρι το τέλος του έτους". Σε μιαν άλλη συνέντευξη σε τουρκικά ΜΜΕ την επόμενη ημέρα, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντέιβιντ Λάμι δήλωσε ότι η Βρετανία "σημειώνει εξαιρετική πρόοδο" για μια συμφωνία με την Τουρκία όσον αφορά τα Eurofighter, προσθέτοντας ότι "είμαστε βέβαιοι ότι και οι τέσσερις εταίροι της κοινοπραξίας υποστηρίζουν αυτή την πώληση".
Η Τουρκία θέλει 40 νέα F-16, 40 F-35A και 40 Eurofighter. Η απόκτηση και των 120 αυτών μαχητικών αεροσκαφών εντός της επόμενης δεκαετίας θα βελτίωνε σημαντικά τις δυνατότητες της πολεμικής της αεροπορίας. Εκτός από τα Eurofighter, η Τουρκία θέλει και τον συνοδευτικό πύραυλο αέρος-αέρος μεγάλου βεληνεκούς Meteor (το βεληνεκές του ξεπερνά εκείνο του πυραύλου AIM-120 που χρησιμοποιούν τα ισραηλινά μαχητικά).
Αν πάρει αυτά που θέλει η Άγκυρα, θα διασφαλίσει ότι η Πολεμική της Αεροπορία δεν θα μείνει πίσω, όπως έπαθε το Ιράν και το πλήρωσε απέναντι στο Ισραήλ.
Αξιοσημείωτο ότι όλες αυτές οι εξελίξεις σχεδόν συνέπεσαν με τον "Πόλεμο των 12 Ημερών" και υποδηλώνουν ότι η Τουρκία εργάζεται για να διασφαλίσει ότι θα είναι επαρκώς έτοιμη και εξοπλισμένη σε περίπτωση ενός σύγχρονου πολέμου.