Του Paul Weinstein Jr.
Πριν από τρεις δεκαετίες, ένας πρόεδρος που είχε επικεντρωθεί στην πρόοδο και στην ευημερία της μεσαίας τάξης συνειδητοποίησε, προς μεγάλη απογοήτευσή του, ότι το καλύτερο πράγμα που μπορούσε να κάνει για την εργατική τάξη των ΗΠΑ θα έβλαπτε τον ίδιο πολιτικά - τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ο πρώτος Δημοκρατικός που εξελέγη πρόεδρος μετά την εκτόξευση του ελλείμματος από τα Reaganomics, ο Μπιλ Κλίντον, κατάλαβε ότι τα υψηλά επιτόκια για τους δανειολήπτες -μικρές επιχειρήσεις, αγοραστές κατοικιών και απλούς καταναλωτές- ήταν το μεγάλο εμπόδιο για την ευημερία. Για να μειώσει τα επιτόκια στο όνομα της πιο ισχυρής ανάπτυξης, έπρεπε να κάνει κάτι που σχεδόν όλοι οι ψηφοφόροι απεχθάνονται: να μειώσει το έλλειμμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με περικοπές δαπανών και αύξηση της φορολογίας
Κι έτσι έκανε. Η οικονομική ανάπτυξη ήρθε και ο Κλιντον αποχώρησε από τον Λευκό Οίκο ως ο μόνος πρόεδρος -στην πρόσφατη αμερικανική Ιστορία- που άφησε πλεόνασμα στα ομοσπονδιακά ταμεία. Τα διδάγματα από το success story του Κλίντον βρίσκονται στο επίκεντρο των πολιτικών συζητήσεων σήμερα στην Ουάσιγκτον, αφού για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια, το ομοσπονδιακό έλλειμμα γίνεται και πάλι το μεγάλο εμπόδιο στον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ. Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να "στρουθοκαμηλίσει" με το "Μεγάλο Όμορφο Νομοσχέδιο" απειλεί να "γονατίσει" την εργατική τάξη των ΗΠΑ.
Ας δούμε τους συσχετισμούς για να καταλάβουμε γιατί το 2025 μοιάζει πάρα πολύ με το 1994, αλλά και σε τι διαφέρουν αυτές οι δύο χρονιές από το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε. Από τις σημαντικότερες κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής ανάπτυξης στις ΗΠΑ είναι το κόστος δανεισμού. Αν ένας επιχειρηματίας πρέπει να πληρώσει ακριβότερα για να δανειστεί τα χρήματα που χρειάζονται για να κατασκευάσει ένα νέο εργοστάσιο, μπορεί εντέλει να μην δανειστεί Το κόστος δανεισμού καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα επιτόκια - όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, τόσο περισσότερο κοστίζει η επένδυση. Τα επιτόκια επηρεάζονται, με τη σειρά τους, από την αγορά ομολόγων. Και η αγορά ομολόγων επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το πώς ερμηνεύουν οι traders τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Εάν, κατά τη γνώμη τους, η Ουάσινγκτον συσσωρεύει χρέος με τέτοιο τρόπο ώστε να ανησυχούν πως η κυβέρνηση θα χρεοκοπήσει, το επιτόκιο των κρατικών ομολόγων αυξάνεται. Έπειτα τα υψηλότερα επιτόκια διαχέονται στην υπόλοιπη οικονομία, αυξάνουν το κόστος δανεισμού και επιβραδύνουν την ανάπτυξη.
Αυτό έγινε κατά τη 12ετία που ήταν πρόεδροι ο Ρόναλντ Ρίγκαν και ο Τζορτζ Μπους - και το έλλειμμα διογκώθηκε. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα υψηλά επιτόκια δυσκόλευαν τις επενδύσεις. Η εκλογή του Κλίντον το 1992 αποτύπωνε την απογοήτευση των πολιτών από την αμερικανική οικονομία - αλλά μείωση του ελλείμματος σημαίνει είτε περικοπή κρατικών δαπανών είτε αύξηση της φορολογίας. Καμιά από τις δύο πρακτικές δεν αρέσει στους ψηφοφόρους. Και ο Κλίντον διάλεξε την "πολιτικά δύσκολη". Κι ενώ έβλαψε τους Δημοκρατικούς βραχυπρόθεσμα -κανείς από όσους εργάζονταν στον Λευκό Οίκο το 1994 (συμπεριλαμβανομένου και εμένα) δεν θα ξεχάσει το "χαστούκι" που έφαγαν οι Δημοκρατικοί στις ενδιάμεσες εκλογές εκείνης της χρονιάς- ο Κλίντον αποχώρησε από τον προεδρικό θώκο το 2001 έχοντας βάλει στέρεες βάσεις στην οικονομία και έχοντας αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό την πίστη των πολιτών στην κυβέρνηση.
Οι δύσκολες επιλογές που έκανε ο Κλίντον περιόρισαν τις κρατικές δαπάνες στο 17,5% του ΑΕΠ ενώ τα ομοσπονδιακά έσοδα ανήλθαν στο 19,7% του ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα ήταν σημαντικά ομοσπονδιακά πλεονάσματα - τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων μειώθηκαν κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες - και έτσι εξοικονομήθηκαν δισεκατομμύρια για τη μεσαία τάξη των ΗΠΑ.
Δυστυχώς, τα επόμενα 25 χρόνια, τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκρατικοί άφησαν τις δαπάνες να ξεπεράσουν κατά πολύ τα ομοσπονδιακά έσοδα. Σήμερα, οι δαπάνες κυμαίνονται στο 23% του ΑΕΠ, ενώ τα έσοδα έχουν υποχωρήσει στο 16,8%.
Για κάποιο διάστημα, η αντίδραση της αγοράς ομολόγων στην επανεμφάνιση του ελλείμματος ήταν υποτονική. Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, τα κρατικά ομόλογα συνέχισαν να μοιάζουν σχετικά ασφαλή. Ακόμη και όταν πολλές φωνές στην Ουάσινγκτον προειδοποιούσαν για τους κινδύνους από το διαρκές ομοσπονδιακό έλλειμμα, τα επιτόκια παρέμειναν χαμηλά και η εγχώρια οικονομική ανάπτυξη παρέμεινε σχετικά ισχυρή. Σήμερα, όμως, έχει αρχίσει και γίνεται αισθητό το κόστος όλου αυτού του χρέους. Όπως και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αμερικανική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια αγορά ομολόγων που στέλνει σήματα ότι το κόστος δανεισμού είναι έτοιμο να "εκτοξευτεί".
Ο δείκτης του δολαρίου έχει υποχωρήσει άνω του 8% από την αρχή του έτους. Συγχρόνως, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων αυξάνονται. Σε περιόδους αβεβαιότητας, οι επενδυτές συνήθως στρέφονται στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, θεωρώντας τα μια ασφαλή τοποθέτηση για τα χρήματά τους. Η άνοδος των αποδόσεων υποδηλώνει ότι η αγορά ομολόγων έχει λιγότερη εμπιστοσύνη όσον αφορά το τι μέλλει γενέσθαι με το ομοσπονδιακό χρέος. Και αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι έτοιμη να μεταδοθεί και στην υπόλοιπη οικονομία.
Ίσως αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος για να ανησυχούν άπαντες για το "Μεγάλο Όμορφο Νομοσχέδιο" των Ρεπουμπλικάνων. Θα σημαίνει πως σε μια ήδη "νευρική" αγορά ομολόγων, η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να σταματήσει να σκάβει το λάκκο της. Πριν από τρεις δεκαετίες, ο Κλίντον αποδέχτηκε το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος. Το ερώτημα είναι αν οι άνθρωποι που βρίσκονται σήμερα στον Λευκό Οίκο έχουν τη σοφία ή το θάρρος να κάνουν το ίδιο.
Απόδοση - επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος