Του Mike O'Sullivan
Ένα βιβλίο που θα σύστηνα να διαβάσετε είναι το "The Secret Life of Walter Mitty" του James Thurber. Είναι ό,τι πρέπει με φόντο την εμπορική συμφωνίας ΗΠΑ - ΕΕ.
Ο Walter Mitty εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1930, μια δεκαετία που διαμορφώθηκε από την τιμολογιακή πολιτική του Herbert Hoover και που χαρακτηρίστηκε από βαθιές οικονομικές και γεωπολιτικές εντάσεις. Οι φαντασιώσεις του Mitty προκλήθηκαν από την πραγματικότητα της πεζής, όλο παράπονα, ζωής του – κάτι που θα αρέσει στους Ευρωπαίους ηγέτες που ονειρεύονται καλύτερες μέρες. Η "ζάλη" από τις φαντασιώσεις του Mitty βρίσκει την αντιστοιχία της στις υποσχέσεις που απέσπασε ο Ντόναλντ Τραμπ απέσπασε από την ΕΕ – δηλαδή, να αγοράσει και να επενδύσει εκατοντάδες δισ. δολάρια στην ενέργεια.
Μια εβδομάδα μετά, οι αντιδράσεις στην εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ παραμένουν ανάμεικτες και δεν είναι σαφές ποιος "κέρδισε" από το deal. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν πρόκειται για εμπορική συμφωνία με την κλασική έννοια – τουλάχιστον με την έννοια των επίπονων εμπορικών συμφωνιών που συνήθως συνάπτει η ΕΕ, εν μέρει επειδή ένα μεγάλο μέρος της "συμφωνίας" βασίζεται σε μια υπόσχεση και επειδή η συμφωνία είναι δυσάρεστη για την Ευρώπη.
Σε γενικές γραμμές, οι εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ θα επιβαρύνονται με δασμούς 15% που τους πληρώνει ο Αμερικανός καταναλωτής, όπως και στη "συμφωνία" με την Ιαπωνία. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες δεν θα είναι δυσαρεστημένες με έναν δασμό της τάξης του 15%. Για τα κρασιά και τα οινοπνευματώδη ποτά, τον χάλυβα και τα φαρμακευτικά προϊόντα δεν έχουν οριστικοποιηθεί τα επίπεδα των δασμών. Αν οι δασμοί στα φαρμακευτικά προϊόντα κυμανθούν στο 15% θα είναι μια ανακούφιση.
Από πολιτική άποψη, η ΕΕ παρουσιάζει τη συμφωνία ως το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε ένα δύσκολο γεωπολιτικό κλίμα (θυμηθείτε ότι η πρόσφατη σύνοδος κορυφής ΕΕ-Κίνας ήταν απογοητευτική). Αν και εκφράστηκε κάποια δυσαρέσκεια δημόσια, ιδίως από τον Γάλλο πρωθυπουργό Φρανσουά Μπαϊρού, τα μηνύματα αυτά απευθύνονταν περισσότερο στους πολίτες και όχι στις Βρυξέλλες.
Αν και η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν δεν είναι δημοφιλής στις κυβερνήσεις της ΕΕ λόγω του ιδιόμορφου τρόπου που ασκεί την προεδρία της, δεν υπάρχει η αίσθηση ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αποκλείστηκαν από τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, και κάθε προσπάθεια να απομονωθεί η Φον ντερ Λάιεν και να φέρει την ευθύνη για τη συμφωνία δεν είναι έντιμη.
Όσον αφορά τη θετική πλευρά για την Ευρώπη, δύο από τις βασικές δεσμεύσεις της συμφωνίας –ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα επενδύσουν 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ, πέραν της δέσμευσης για αγορά μικροτσίπ, καθώς και της δέσμευσης της ΕΕ να αγοράσει ενέργεια αξίας 750 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ κατά την περίοδο της προεδρίας Τραμπ– δεν είναι καθόλου ξεκάθαρες ως προς την εφαρμογή τους και αφήνουν μεγάλα περιθώρια δυσπιστίας, ιδίως αν αντιμετωπιστούν λογιστικά. Ειδικότερα, η δέσμευση για την αγορά ενέργειας είναι μη ρεαλιστική, διότι υπερβαίνει τις ετήσιες δαπάνες της ΕΕ για ενέργεια και επειδή οι αμερικανικές εταιρείες ενέργειας δεν έχουν την ικανότητα να εξυπηρετήσουν μια δέσμευση ποσότητας αξίας 250 δισ. δολαρίων για την Ευρώπη, ενώ πρέπει να εξυπηρετήσουν και άλλες αγορές.
Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν και αρκετές δευτερογενείς επιπτώσεις που πρέπει να δούμε. Καταρχάς η συμφωνία επιδεινώνει τις διατλαντικές σχέσεις, και ιστορικά η εμπιστοσύνη μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ βρίσκεται πιθανώς στο χαμηλότερο επίπεδο, γεγονός με μεγάλο αντίκτυπο σε περιοχές όπως οι Ρωσία/Ουκρανία και η Μέση Ανατολή. Άλλη μια πιθανή επίπτωση είναι οι καταναλωτές να μην αγοράζουν προϊόντα από αμερικανικές μάρκες – το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί και αλλού.
Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρώπη θα διατηρήσει την πτωτική πίεση στα ευρωπαϊκά ομόλογα. Πλέον, βέβαια, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ θα έχουν το κίνητρο να "υποτιμήσουν" το ευρώ και ίσως να δούμε μια βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη στην ισοτιμία δολαρίου-ευρώ.
Αν αυτή είναι η "τελική" συμφωνία και το θέμα των δασμών δεν επανέλθει τα επόμενα τρία χρόνια, το deal δεν είναι κακό για την Ευρώπη όσον αφορά τους ημιαγωγούς, την αυτοκινητοβιομηχανία και την αεροδιαστημική. Βέβαια, για τους Ευρωπαίους τα καλά σημεία της συμφωνίας είναι οι φανταστικές υποσχέσεις για επενδύσεις στις ΗΠΑ και αγορές ενέργειας από τη χώρα. Ένα παραμύθι στο οποίο οι Ευρωπαίοι ελπίζουν ότι πιστεύει ο κ. Τραμπ.
Η συμφωνία αυτή εξάντλησε όλη την καλή θέληση στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ και ουσιαστικά ολοκλήρωσε ακόμη μία διπλωματική "ρήξη" του πρόεδρο Τραμπ. Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει η Ευρώπη είναι να επιταχύνει projects όπως την ένωση αποταμιεύσεων και επενδύσεων και τη "στρατηγική αυτονομία". Οι Ευρωπαίοι ηγέτες και η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ συνεχίζουν να μιλούν γι' αυτό, αλλά μέχρι να δούμε αποδείξεις (τα τελευταία πέντε χρόνια το ΑΕΠ της Γερμανίας κινείται κοντά σε μηδενικά επίπεδα), όλα αυτά είναι φαντασιοπληξίες.